Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 15 Ιουνίου 2025


Τι λες, συμπέθερε! είπε αναμπαίζοντάς τον ο Κουτρουμπής· για γυναίκα το πέρασες! δε βλέπεις που κρατάει σπαθί; — Θα είνε ο Ρωτόκριτος, λέω· είπε άλλος σκαφτιάς. Ο Αριστόδημος τους έρριξε άγριες ματιές κ' έπειτα χαμογέλασε. — Τι λέτε, μωρέ βλάκες ; τους είπε. Τι Ρωτόκριτος και Αρετούσα! Είνε η Δόξα μας· η αθάνατη Δόξα μας! — Μπα, η Δόξα! είπε ο Μπαλαούρας στραβοστομιάζοντας· κρίμα!

Άρχισαν οι φίλοι να του λεν του Μίμη για την κακοριζικιά του Νίκου που πήγε κ' έκλεψε ένα κορίτσι σαν το κρύο το νερό-ενού μηνός απόχηρος με πέντε δάχτυλα θλίψη στο καπέλλο!-και το κρατάει λέει τώρα κλειδωμένο μες την κάμαρη γιατί φοβάται μην του φύγη. Μεθυσμένοι ήταν και τάλεγαν αρπαχτά ταστεία.

Από τη στιγμή όμως που πήγε και βρήκε το χτήμα του έρημο, γύρω τριγύρω μήτε ψυχή, κι ως τόσο ο κόσμος γεμάτος ζωή κι ομορφιά, γεμάτος χίλια δυο μάγια που η φύση τα στένει να ξυπνήση τη νιότη και να της θυμίση πως την κρατάει αιώνια της σκλάβα, κάτι σαν τρέλλα τον άδραξε τον Πανάγο και τον κατρακύλησε τον κατήφορο. Το γνώριζε πως άλλη μαζώχτρα δεν έμνησκε τώρα παρά την Ασήμω.

Όταν θάρχεται να μου κάνη επίσκεψι με την άμαξά της και δεν προσέξη κάποτε να χαιρετήση κανένα γείτονά μου, θάχω ν' ακούω του κόσμου τις κοροϊδίες. Βλέπετε, θα λένε, την κυρία αυτή μαρκησία, που μας κρατάει τόση πόζα; είνε η κόρη του κυρ Ζουρνταίν. Όταν ήταν μικρή το θεωρούσε χαρά της να παίζη τις κουμπάρες μαζί μας. Δεν ήταν δα άλλοτε τόσο σπουδαίο υποκείμενο όπως θέλει να μας περάση τώρα.

Κύριοι, το εκκλησάκι δεν έχει άλλη έξοδο απ' αυτή. Καθένας σας κρατάει το σπαθί του στα χέρια. Ξέρετε καλά ότι μόνον απ' αυτήν την πόρτα μπορώ να περάσω, κι' άμα παρακαλέσω το Θεό, θέλοντας και μη θα ξαναπέσω πάλι στα χέρια σας!» «Μπορούμε να τον αφήσουμεείπεν ένας από τους φύλακες. Τον αφήκαν να μπη.

Σου το λέγω αυτό, να μην τύχη και φωνάξης και πης, «ορίστε που βρίσκεται παρηγοριά και στην ΠόληΤο θησαυρό τον κρατάει ο Στόικος βαθιά στην καρδιά του. Δεν τονε μαγερεύει σαν το σαλέπι του να τον πουληση κάθε πρωί στους Πολίτες.

Τώρα όμως που τα βλέπουμε και τακούμε, τι χρώματα να τους δώσουμε! Τι να της ψάλουμε της βρώμικης, της σκοτεινής, της μουχλιασμένης ταβέρνας, που κρατάει φυλακισμένους και μασκαρεύει τους αξιώτερους δουλευτάδες μας! Τι τραγούδι να του πούμε του ταβερνάρη που παρακαλεί μες στην καρδιά του να μασσήσουνε τα ποτήρια του! Άκουγέ τον, το βραχνιασμένο τον τραγουδιστή της ταβέρνας!

Και της Πανούργης το βάρος δίνει Να κάμη εκείνη, καθώς ηξέρει. Σωρόν ομπρός του τ' απανωτιάζει, Κι' αυτή κρατάει πολλά ολίγο. Πιος σ' έχει μάθη, της λέει, Κουμπάρα, Με τόσο δίκιο να διαμοιράζης; Σκυφτά εκείνη του απηλογήθη. Του Λύκου, αφέντη, η δυστυχία. Ίσως ο Συγγραφεύς είχε σκοπόν να κάμη όλους τους προηγουμένους μύθους κατά τον ίδιον αυτόν τρόπον. Ζ ί ν ζ ι ρ α ς και Μ υ ρ μ ή γ κ ι.

Λέξη Της Ημέρας

ολύμπου·

Άλλοι Ψάχνουν