United States or Nicaragua ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο οδηγός κτύπησε το κουδούνι, κ' η γυναικούλα σηκώθηκε με χάρη, χαιρέτισε μ' ένα χαμόγελο τον μελαχροινόν κύριον και κατέβηκε απ' το λεωφορείο. Οι δυο επιβάτες γύρισαν απ' τα τζάμια και την κύτταζαν. Με το κεφάλι σκυμμένο πάντα τράβηξε το δρόμο που πήγαινε στο νεκροταφείο, το μεγάλο δρόμο με τα κυπαρίσσια. Ο πρώτος επιβάτης είπε στο δεύτερο: — Η καϋμένη.

Ο Λαλεμήτρος είχεν ήδη παραλάβει τας δύο γυναίκας κάτω, εις την πρώτην θέσιν, αλλ' επροτίμα και αυτός τον καφέ της θείας του, διότι παρεσκευασμένος με τας χείρας της, τω εφαίνετο, θα μυρίζη ολίγην πατρίδα. Καϋμένη πατρίδα! Μόνον εις την ξενιτείαν καταλαμβάνει κανείς τι αξίζεις! . . .

Αι τέσσαρες νεάνιδες, ακούσασαι το όνομα τούτο εταράχθησαν, πλην η άλλη γυνή η συνοδός αυτών, ήτις ωμοίαζεν ως μήτηρ, χωρίς παντάπασι να πειραχθή, αναγνωρίσασα την φίλην της γραίαν γειτόνισσαν, ολίγον κακόγλωσσον, είπε: — Δεν έρχεσαι, καϋμένη, 'ς το σπίτι; μόνον ήλθεςτο γιαλό; Ημείς ξεπλατισθήκαμετο κουπί.

Με τον καιρό φρονίμεψε πολύ, και ήσυχος ο δάσκαλος της μένει. για έρωτας ποτέ δεν του 'μιλεί, και μόνη 'στον περίπατο πηγαίνει . . . η καϋμένη! Αλλά κανείς τα γέλοια δεν κρατεί σαν φαίνεται αυτός ο παντρεμμένος· κι' αυτός, χωρίς να ξέρη το γιατί, γελά με τους πολλούς καμαρωμένος. . . ο καϋμένος!

Πόσαις φοραίς μέσ' 'ςτ' αυλακιού καθόμασταν το φρύδι, Κ' επαίζαμαν με το νερό, πόσαις φοραίς 'ςτά χόρτα Μ' έρριχνε σαν παλαίβαμαν, πόσαις φοραίςτα δάση Σαν μάτωνε το χέρι μου αυτή μου το φιλούσε!... Κι' αν δάκρυζαν τα μάτια μου κι' αν πόναγα ποτέ μου, Αυτή μ' εσφόγγιζ' ελαφρά, κι' αδερφικά η καϋμένη Με χίλια χάιδια και φιλιά μου πέρναγε τον πόνο. Όμως εγώ δεν άπλωσα ποτέ να την φιλήσω.

ΜΑΛΚΟΛΜ Α! τώρα τον εγνώρισα! — Θεέ μου, μη βραδύνης να παύσης τα εμπόδια όπου μας κάμνουν ξένους! ΡΩΣ Αμήν, αμήν, αυθέντα μου! ΜΑΚΔΩΦ Πώς είναι η Σκωτία; ΡΩΣ Πατρίς καϋμένη! Δεν τολμά κι' αυτή να εξετάση πώς είναι.

ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ Σήμερον δεκαπέντε, ή εκεί κοντά. ΠΑΡΑΜΑΝΑ Κοντά ή μακρυά, από όλαις ταις ημέραις του χρό- νου, όταν έλθη των αγίων Αποστόλων θα κλείση τα δεκατέσσαρα. Η καϋμένη η Σουσάνα μου! Μου την επήρεν ο Θεός· δεν την ήξιζα να την έχω εγώ. — Λοιπόν, ως καθώς σου λέ- γω, ανήμερα των Αγίων Αποστόλων, την νύκτα, τε- λειόνει τα δεκατέσσαρα· σωστά δεκατέσσαρα. — Το εν- θυμούμαι ωσάν να ήτον σήμερα.

Με έν βλέμμα η Σεραΐνα ενόησεν άμα είδε τον Κουμπήν. Ούτος εσήκωσεν ήδη την χονδρήν και σιδηροκέφαλον ράβδον του εναντίον της Λελούδας. — Παληοβρώμα!... Η Σεραΐνα έπεσεν επάνω στην ράβδον, εις τα γόνατά του, εις τους πόδας του. — Έλεος, Κουμπή, έλεος! Δεν το ήθελεν η καϋμένη. Λάθος έκαμε, επάνω στη βία της, στη σαστιμάρα της. Δεν επήρε ακόμη τα χούια σου, τα συστήματά σου, Κουμπή.

Ιδίως όμως εστενοχωρείτο το Πάσχα, και τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά, ότε η ευλογημένη η Κρατήρα δεν έκαμνε νισάφι. — Τι τα θέλ' ς, καϋμένη, τόσα πολλά; τα παιδιά έχεις;

Εμπρός, Μούσα, βαπτίσου μεσίτρα, καρακάξα, κυράτσα, γλωσσού, οικοπέδων, σπητιών προξενήτρα, για ν' ανέβης εις σφαίρας χρυσού. Εμπρός, μέτρα και συ τα κουπόνια και 'στο διάβολο στείλε το στίχο, πριν σε πάρουν, καϋμένη, τα χρόνια, και κτυπάς το ξερό σου 'στον τοίχο. Πάψε, Μούσα, να ήσαι σκαρτάδα, έλα 'λίγο και συ εις την πράξι· συλλογίσου πως ζης 'στην Ελλάδα, κι' εδώ είναι ποιος πρώτος θ' αρπάξη.