Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 9 Μαΐου 2025


ΦΛΕΡΗΣΠού θες να ξέρη. Ποτέ δεν της είπα τίποτα. Άκουσε όμως γιατρέ. Τα πράματα δεν είναι όπως τα φαντάζεσαι. ΜΙΣΤΡΑΣΑμέ; ΦΛΕΡΗΣΦεύγει η καϋμένη, φεύγει μακρυά, για πάντα. Ήρθε να μ' αποχαιρετίση. ΜΙΣΤΡΑΣΤο πίστεψες; Ας κάνω το σταυρό μου. Καψερέ, στάθηκες πάντα ποιητής κ' ευκολοπίστευτος, σ' όλη σου τη ζωή. ΦΛΕΡΗΣΑυτό που σου λέω γιατρέ. ΜΙΣΤΡΑΣΆμποτε, να δώση ο αφέντης ο Θεός.

Τρίτοντούτο ήτο το εκπληκτικώτεροντα τελευταία Χριστούγεννα, παρουσιάσθη την παραμονήν ο Μπάρμπα-δήμαρχος, κρατών δέμα τυλιγμένον με χονδρόν χαρτίον. Το ανοίγει η Μιλάχρω και ευρίσκει γόβες, διά την σύζυγόν του και διά την θυγατέρα του, και ένα ζωνάρι διά τον εαυτόν του. — Καλή χρονιά! Του λέγει η Μιλάχρω ειρωνικώς, προσθέτουσα: — Μαντζάρικο πάλι χάλασες; — Π'στευ'ς, καϋμένη, τον κόσμο!

Δεν πααίνω σου λέω, δεν πααίνω! μου κάνει κακό!. . . — Πήγαινε καϋμένη και σήμερα. . . βλέπεις πως θα πάω ν' αλέσω!. . . . . . Πρώτην φοράν, φωναί ανδρικαί και γυναικείαι εκ περιτροπής, εξήρχοντο τόσον έντονοι και τεταραγμέναι, ωσεί συγκρουόμεναι μεταξύ των, από του οικίσκου του Μελοπούλου.

Δεν έβγαζ' ένα λόγο τρυφερό, τα ρήματα, αι πτώσεις και τα γένη δεν τάφιναν για έρωτα καιρό, κι' εκείνη σπαρταρούσε λιγωμένη . . . η καϋμένη! Μα είδε δα κι' αυτή πως χωρατά σε δάσκαλο δεν πάνε σαστισμένο, κι' έπαυσε χάδια πια να του ζητά, και μόνο του τον άφινε κλεισμένο . . . τον καϋμένο!

Καϋμένη! είπεν ο Γιάννος με λύπην, ατενίζων αυτήν εις τους οφθαλμούς· μη λες ψέμματα, γιατί μας ακούει ο Θεός. Η Μάρω εχαμήλωσε την κεφαλήν υπό το εταστικόν βλέμμα του αδελφού της. Αλλά ο Γιάννος είχε μεγαλειτέραν ανάγκην να φάγη· οι οφθαλμοί του είχον βαθύνει από την νηστείαν τόσον ημερών.

Και πάλιν ίστατο σιωπηλός, βαστάζων ακίνητον την σακκορράφαν του και βλέπων προς τους ιστούς: — Τι να σου κάμη και η καϋμένη η 'ξαδέλφη μου, η μόνη συγγένισσά μου! Τι να σου κάμη η φτωχή και αυτή! διελογίζετο τότε ο Γιωργάκης της Λιμπέριαινας, συνεχίζων τας σκέψεις του, τι να σου κάμη η ξενοδουλεύτρα!

Τα Χριστούγεννα την νύκτα, αν και κακιωμένος ο Στεφανάκης, επήρε τα βιολιά τα μεσάνυκτα και απέρασεν από τον φούρνον, τραγουδών ερωτικώτατα και περιπαθέστατα διστιχα, γεμάτα μελαγχολίαν και αγάπην. — Σ' αγαπάει, καϋμένη!

Των τράκων οι λαχτάρες και της ξέρας τα παραμονέματα και της φωτιάς η τρεμούλα μαζί τους γέρασαν. Η ξενητειά μαζί τους μάρανε και η πατρίδα μαζί τους καλωσώρισε. Τριάντα χρόνια μια ζωή! Κ' έλεγε καμμιά φορά, ολόρθος, πίσω στο κάσσαρο, ο Καπετάν- Μοναχάκης στριφογυρίζοντας στον αέρα το κομπολόγι του και μασώντας το μουστάκι του: — Αγάντα, καϋμένη Αθηνά. Μαζί γεράσαμε, μαζί θα πεθάνωμε.

Με ακούς; Αφ' ότου η καϋμένη ψυχή μου εγίνηκε κυρία της εκλογής της και ικανή να ξεχωρίζη μεταξύ των ανθρώπων, έχει με σφραγίδα σέ σημειώση διά δικόν της, αφού σ' είδα τα πάντα να υπομένης και να μη τα δείχνης.

ΜΙΣΤΡΑΣΔεν θα κατεβή λοιπόν η Οφηλία; Την περιμένει τόσος κόσμος. Διάβολε! Μ' αυτή τη κάψα.... ΛΕΛΑΘα κατεβή. Ξέρετε όμως, γιατρέ, πως δεν τρελλάθηκε ακόμα εντελώς. Ο έρως του Αμλέτου δεν έφθασε ακόμη εκεί που πρέπει. Η καϋμένη η Οφηλία! Τώρα κανένας δεν τρελλαίνεται ούτε αυτοκτονεί. Οι Οφηλίες και οι Βέρθεροι ήσαν του παληού καιρού.

Λέξη Της Ημέρας

ταίριαζαν·

Άλλοι Ψάχνουν