Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 16 Ιουνίου 2025


Θυμάται ακόμα και κάποια λόγια που λέγανε στο σπίτι «Αυτό το καράβι θα φέρη τα προικιά της Ταρσίτσας». Δεν καταλάβαινε τότε τι θα πη προικιά, μα της έφτανε πως κάτι θα της έφερνε το καράβι και ταγαπούσε και το καμάρωνε. Έτσι ανάκατα και χωρίς τάξη, τα πρώτα υστερνά και τα υστερνά πρώτα, περνούσανε μπροστά στα μάτια της Ταρσίτσας οι μέρες της ζωής της.

Ο Έφις τις αναγνώριζε όλες αυτές τις φιγούρες, τις άκουγε που μιλούσαν, καταλάβαινε ότι ήταν ζωντανές και πραγματικές∙ και όμως είχε την εντύπωση ότι ονειρευόταν : ήταν φιγούρες του ονείρου της ζωής. Ήταν ο παπάς, ήταν ο Μιλέζος, ήταν ο Τσουαναντόνι, ήταν οι υπηρέτριες του ντον Πρέντου και ο ίδιος ο ντον Πρέντου και η Νοέμι.

Φανταστήτε τώρα αν είναι τόντις δυνατό μια γλώσσα να πάη πίσω. Έτσι δεν ξολοθρέβουνται οι γλώσσες. Κάποτες θαρρούμε που ο λαός λίγο λίγο θα φωτιστή από τα βιβλία μας και που με τα χρόνια θα συνηθίση και τη γλώσσα μας. Με φαίνεται όμως που για να τη συνηθίση, θάπρεπε τουλάχιστο να την καταλάβαινεκαι δεν την καταλαβαίνει. Το πολύ πολύ αρπάζει μια λέξη από δω κι από κει.

Καταλάβαινε, σίγουρα, αλλά έπρεπε να σιωπά και να προσποιείται όπως ένας σκλάβος. «Δεν καταλαβαίνεις και γι’ αυτό μιλάς πάρα πολύ, Έφις! Εάν εσύ εκείνη την ημέρα μου έφερνες μόνο τα προξενιά, χωρίς να μου δώσεις συμβουλές, θα ήταν καλύτερα. Αντί γι’ αυτό είπες ένα σωρό άχρηστα πράγματα.

Και οι γιατροί, με τα γιατροσόφια και τα βότανά τους, μαζεύτηκαν απάνω απ' τη χρυσή κούνια. Άνοιξαν τα γιατροσόφια τους και άρχισαν να μιλούν λατινικά αναμεταξύ τους. Και το βασιλόπουλο, χλωμό και αρρωστιάρικο, απάνω στα πουπουλένια προσκέφαλα, τους κύτταζε με τα μεγάλα του μάτια. Και σα να καταλάβαινε τα λατινικά τους και σα να ξεδιάλυνε τη σοφία τους, χαμογελούσε πάλι, χαμογελούσε ολοένα.

Ακριβώς σαν το σαράκι, όλα τα έκανε εκείνος κρυφά. Ροκάνισε, ροκάνισε, ροκάνισε και τώρα γιατί απορούσε που όλα γύρω του έγιναν κομμάτια; Έπρεπε να φύγει∙ αυτό μόνο καταλάβαινε. Μια μικρή ελπίδα μόνο τον στήριζε ακόμη, όπως το κοτσάνι, χλωρό ακόμη, στήριζε το χλωμό πανσέ που εκείνος κρατούσε ανάμεσα στα δάχτυλα. Ο Θεός δεν θα εγκατέλειπε τις δυστυχισμένες γυναίκες.

Ήταν η τιμωρία του Θεού που βάραινε επάνω του. Τότε άρχισε αργά αργά να μιλάει , πιάνοντας τον ποδόγυρο της φούστας της Νοέμι και δεν καταλάβαινε καλά καλά τι έλεγε, θα πρέπει όμως να μην ήταν και πολύ πειστικός επειδή η γυναίκα συνέχιζε το ράψιμο και δεν απαντούσε, ήρεμη πάλι με ένα διφορούμενο χαμόγελο στα χείλη.

Ο Έφις καταλάβαινε πολύ καλά και ένευε καταφατικά με το κεφάλι και με τα μάτια του που άστραφταν. «Να μιλήσω εγώ με την ντόνα Νοέμι;» Ο ντον Πρέντου του χτύπησε το γόνατο. «Μπράβο! Αυτό είναι. Και όσο νωρίτερα, τόσο καλύτερα, Έφις! Αυτά τα πράγματα δεν πρέπει να τα αφήνουμε να μπαγιατεύουν.

Και στην Ελλάδα θα ζούσανε καλλίτερα οι Έλληνες, αν το κράτος καταλάβαινε πως το φυσικό του Ρωμιού είναι να ζει σε κοινότητες ιδιοκυβέρνητες.

Κ' έλεγε, τι μεγάλη τύχη που την έχουν τα παιδιά τώρα, που μαθαίνουνε &γράμματα&. Τάλεγε &γράμματα&, γιατί δεν καταλάβαινε λέξη. Αν είτανε γλώσσα της, δε θα είτανε γράμματα. Λες το μούστο &γλεύκος&, και γίνεται γράμματα. Γράφεις πως το φαΐ είναι &κεκολημένον&, και μυρίζει &κνίσσαν&, και γίνεται κι αυτό αμέσως γράμματα. Αλλάζεις λέξες και πηγαίνεις εμπρός.

Λέξη Της Ημέρας

προστρέχανε

Άλλοι Ψάχνουν