United States or Saint Pierre and Miquelon ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μέσα εις την τόσην λύσσαν επί τη όψει του ασπόνδου φονιά δεν ενθυμήθη το παλληκάρι ότι από της αρχής της συμπλοκής δεν είχε γεμίσει πλέον το όπλον του. — Ρίξε πάλε, μπρε!. . . εφώναξε προς αυτόν ο Ταχίρ, ακίνητος εις την θέσιν του, προτείνων τα στήθη ως σημάδι του αντιπάλου του. — Όχι απήντησε μανιώδης ο Ζάχος. Κ' έρριψε το καρυοφύλλι μακράν, προς τους συντρόφους του.

Ο γέρων επήδησεν ήδη εις τον οικίσκον του και ήρπασε το καρυοφύλλι από τον τοίχον μετά βίας, ωσεί επρόκειτο να υπερασπισθή κατά τινος εχθρού. Ανεμέτρησεν αυτό από κάτω έως επάνω και με τρεμούσας χείρας ανέσυρε την ράβδον κ' έρριψεν αυτήν εντός της κάννης μετά πάθους.

— Η αράδα μου τόρα. . . Ο γέρων δεν είχε κατά νουν να υποχωρήση. Είνε αληθές ότι εθαύμασε και την ευθυβολίαν του όπλου και του ενωμοτάρχου την οξυδέρκειαν· είνε αληθές ότι αυτός δεν εδοκίμασε ποτέ από τοιαύτης αποστάσεως το καρυοφύλλι του· αλλ' η ιδέα ότι ήτο ιδικόν το όπλον, όπλον της εποχής του, εδέσποζε του πνεύματος του απαρασάλευτος.

τα χόρτα το καθίζει Πέρνειτη φούχτα του νερό, το νίβει, το χτενίζει, Ζερβιά του βάνει το σπαθί, δεξιά το καρυοφύλλι, Πλένει το στόμα το βουβό καιτα νεκρά τα χείλη Βρίσκει ο Λαμπέτης άσβυστο σαν νάταν πετρωμένο Του γέρου το χαμόγελο γλυκ' αποκοιμημένο. Τότε εξαλάφρωσε η καρδιά, τότ' ένα δάκρυ πέφτειτο πρόσωπο του κλέφτη.

Άμα διέκρινε μακρόθεν τον Ζάχον, έτρεξε προς αυτόν και ήρπασε το καρυοφύλλι εκ των χειρών του. Ενώ δε οι άλλοι συνέρρεον περί αυτόν ερωτώντες, ψηλαφούντες και θαυμάζοντες· ενώ οι συστρατιώται του τον ησπάζοντο και οι οπλαρχηγοί του έσφιγγον φιλίως την χείρα και τον εφίλουν επί του μετώπου, η Μαλάμω εις ουδέν άλλο προσείχεν ειμή εις το καρυοφύλλι.

Ηγέρθη, έλαβε το καρυοφύλλι και το εκρέμασεν ούτως εξηρθρωμένον από του τοίχου· συνέλεξε τα διεσκορπισμένα κοσμήματα μετ' ακριβολογίας απομωραμένου, έθεσεν αυτά επί της τραπέζης κ' επανήλθεν εις την θέσιν του. Απ' εκεί δ' έβλεπε και επανέβλεπε το όπλον, πλανώμενος εις μυρίους συλλογισμούς.

Ησυχία και ασφάλεια, κύριε δήμαρχε. — Μπράβο, Γέρω-Γιάννη! Αρματώθηκες βλέπω σαν αστακός. Ο Γέρω-Γιάννης έρριψεν υπερήφανον βλέμμα εις τες ασημένιες παλάσκες του και το υαλιστερόν όπλον, καρυοφύλλι μ' επαργυρωμένον κοντάκιον. — Έτσι νάσαι πάντοτε! ηυχήθη αυτώ ο δήμαρχος. — Κύριε δήμαρχε, έτσι είμαι πάντοτε. Και εις πυρ και εις θάνατον.

Έστρεψε το βλέμμα πέριξ, ητένισε τον υιόν της, ο οποίος της εφάνη παραπονούμενος διά την προτίμησιν εκείνην. — Τόρα έχω δυο γιους· είπεν υπερηφάνως. Και περιβαλούσα διά της αριστεράς χειρός τον Ζάχον, έσφιξεν αυτόν και το καρυοφύλλι εις τον κόλπον της, φιλούσα και τα δύο μετά της αυτής ορμής. — Στάσου, Δημήτρη, στάσου!

Ήδη δ' εισελθούσα όπισθεν του Ζάχου, έλαβε προθύμως το γιαταγάνι, λαμποκοπούν επί του αμαυρού τοίχου και το επέρασεν εις τον ώμον του. Έπειτα ενώ διά της δεξιάς χειρός έδιδεν εις αυτόν το καρυοφύλλι, διά της αριστεράς εναγκαλισθείσα τον έσφιξε σπασμωδικώς εις τον κόλπον της. — Κύτταξε, να μην ξεχνάς τον Ταχίρ Γιάτση! του είπε με τρέμουσαν αλλ' αυστηράν φωνήν.

Α, ναι ήτο πολύ αχάριστος ο Χειμάρρας! Επί τόσα έτη το καρυοφύλλι και αυτός πάντοτε μαζί εις τον Μωρηά και την Ρούμελην, ημέραν και νύκτα, με τα ψύχη του χειμώνος και τους καύσωνας του καλοκαιριού, πλευρόν με πλευρόν αδελφώθησαν και ο γέρων εύρισκεν εις αυτό το άψυχον, χρόνους όλους της παρελθούσης ζωής του, κινδύνους και αγώνας τους οποίους εμερίσθησαν, φίλον πιστόν και αφωσιωμένον, εις τ' όνομα του οποίου έκαμνε τον μεγαλήτερόν του όρκον.