Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 1 Ιουνίου 2025
Κι' άμα τον είδε, χάρηκε ο πρωταφέντης τ' Άργους, και κράζοντάς τον του λαλεί διο φτερωμένα λόγια «Αχ, γέροντα, όπως μέσα ο νους σούναι μεστός στα στήθια. έτσι το χέρι ας σ' άκουγε, τα κότσα ας σου βαστούσαν! Μόνε τα έρμα γερατιά σε τρων... που να θε πιάσουν 315 κάνα άλλονε, και με τους νιους να σ' έβλεπαν εσένα!»
Άφοβος έτσι λαμβάνω ό, τι θελήσω. Που αν βασίλευα μονάχος ίσως και να ’κανα πολλά αθέλητά μου. Θέλεις λοιπόν ανήσυχη την βασιλείαν να προτιμώ απ’ την άνοιαστη την εξουσίαν; Δεν είμαι τόσον άμυαλος ώστε να θέλω, απ’ όσα ωφέλιμα κατέχω, κι άλλα. Τώρα όλ’ η Θήβα, φίλοι μου. Όσοι σε θέλουν σ’ εμένα πάντα τρέχουνε, ξέρεις, Οιδίπου. Έτσι μονάχα ελπίζουνε να το επιτύχουν.
Ο δεκανέας πέταξε την καπότα του στο πλάι της γωνίας, έβγαλε τα τσαρούχια του και ξαπλώθηκε σα σωστός καπετάνιος. — Ε! δε μας δίνεις κάνα ρακάκι, κυρ πάρεδρε είπε. Κόψε μας και λίγο καπνό να φκιάσουμε τσιγάρες. Συ σταυρομάννα, ξέρεις τόρα· αποσταμένος είμαι, κάνα π'λί στη σούβλα, καμιά κλούρα με τυρί και κάν' αυγό στο τηγάνι. Έλα, κυρ πάρεδρε, τι χαμπέρια στο χωριό;
Εγώ έψαλα το «η Γέννησίς σου Χριστέ». Κι' ανάρια ανάρια εβγαίναμε από τα σπίτια, να μάθουμε κάνα καινούριο χαμπέρι. Κανένας δεν ήξερε τίποτε. Όλων η όψες η ξαγρυπνισμένες και κατσουφιασμένες από την θλίψι, ώμοιαζαν τον μυσοσυγνεφιασμένον κι' αγέλαστον ουρανό μας. Τρέχουμε στη Μητρόπολη. Κι' εκεί τίποτε δεν ειξέρουν. Ο Δεσπότης ορμηνεύ' ησυχία κι' υπομονή.
Γιατί πολλαίς φοραίς έκαμνε το κακό, και τον έπαιρναν για τον Χρηστάκη. Τόσο πολύ τον έμοιαζε· και σαν συντεχνίταις όπου ήτανε φορούσαν και τα ίδια τα ρούχα. Γι' αυτό τον έβαλα μιαν ημέρα μπροστά. Από τότε δεν εξαναπάτησε στο κατώφλιό μας· κ' εκείνη την βραδειά ήλθε. — Καλησπέρα, κυρά! Καλό στα κάμνετε! — Καλό στον Λαμπή. Αν με φέρνης κάνα γράμμα, κάτσε να σε κεράσω.
Αριά και που απαντούσαμε κάνα κοπάδι πρόβατα μαζεμμένα όλα μαζί, σχεδόν κουλουριασμένα, που τραβούσαν λυπημένα γρήγορα γρήγορα με σκυμμένα κεφάλια χωρίς να κοιτάζουν να βοσκήσουν με τα κουδούνια τους αφίνοντας μέσα στη ρεμματιά λυπημένους αχούς. Όλη η ατμόσφαιρα είταν γεμάτη από βαθύ παράπονο, από απέραντη, θλίψη, από μεγάλο πόνο.
Μόλις έφθασεν ο Ιησούς εις Κανά, και αξιωματικός τις εκ της γειτονικής αυλής Ηρώδου του Αντίπα, μαθών την άφιξίν Του, ήλθε και επιμόνως τον παρεκάλει να καταβή εις Καπερναούμ και θεραπεύση τον θνήσκοντα υιόν του. Αν και ο Κύριος ουδέποτε εισήλθεν εις την πόλιν Τιβεριάδα, όμως η φωνή του Ιωάννου είχεν αντηχήσει πολλάκις, προξενούσα ταραχήν μετά σεβασμού, εις την αυλήν του φιληδόνου τετράρχου.
Γιατί νομίζουν οι πολλοί, πως κάθε τι δεν πρέπει, Με δίχως κάνα σκέπασμα καθένας να το βλέπει, Εγώ πολύ παλιότερο και γεροντότερόν σου, Με τα στολίδια, που φορώ, φαντάζω νιότερό σου. Και ντιούμαι πάντα λογιαστά, και πάντα συχναλλάζω, Και πάσα ημέρα αλλιότικο, καινούρια νιάτα βγάζω. Τα όξω ορέγεται καλά, σ' εκείνα προσκολλιέται, Τα μέσα δεν παρατηράει ο κόσμος, κι' ας γελιέται.
Γιατί νομίζουν οι πολλοί, πως κάθε τι δεν πρέπει, Με δίχως κάνα σκέπασμα καθένας να το βλέπει. Εγώ πολύ παλιότερο και γεροστότερόν σου, 95 Με τα στολίδια, που φορώ, φαντάζω νιότερό σου. Και ντιούμαι πάντα λογιαστά, και πάντα συχναλλάζω, Και πάσα ημέρα αλλιότικο, καινούρια νιάτα βγάζω.
Σε κάνα — δυο χρόνια θα ρίξη τον ίσκιο του ίσα στο περβόλι σου. Να πάρης, λέω, τα μέτρα σου από τώρα μη σου ξεράνη τα κλήματα... — Α! τάχω φυλαμένα και δε φοβάμαι, τ' απάντησε μ' αδιαφορία εκείνος. — Κι αν τα ξεράνη, τάχα δεν τα ξεκολλώνομε; είπε ο Μπαλαούρας. Κ' εμείς δουλειά θέλουμε. — Δε θα σε βάλω σε κόπο· είπε σε κείνον ο Θεομίσητος.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν