Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 3 Ιουνίου 2025


Η προκομένη μου κάθεται στην κάμαρά της και κλαίει και κάνει την άρρωστη. Δε μου λες επί τέλους, γιατρέ, τι έχει αυτό το παιδί; ΜΙΣΤΡΑΣΣου είπα, φίλε μου. Δε θέλεις να μ' ακούσης. Ε; τι θέλεις να σου κάνω, μάτια μου; ΦΛΕΡΗΣΆφισε τις αννοησίες, γιατρέ μου, αν αγαπάς το Θεό! ΜΙΣΤΡΑΣΣου μιλώ σοβαρά. Η Δώρα είναι ερωτευμένη, μα το καλό που σου θέλω. ΦΛΕΡΗΣΑυτό μας έλειπε.

Ο παππά Συνέσιος αγρυπνούσε μονάχος. Η μάννα του είχε τραβηχτή στην κάμαρά της, το δε καλογεράκι, αφού τον υπηρέτησε στο τραπέζι, επήγε κι' αυτό να κοιμηθή κατά διαταγή του. Για να μην του αποφαίνεται η ώρα επήρε ένα μάτσο κλειδιά κ' εκάθησε κοντά στο παράθυρο για ν' ακούη καλλίτερα κάθε εξωτερικό κρότο.

Όταν γύρισε σπίτι του επήρε το φως από το χέρι τον υπηρέτη του, που ήθελε να του φέξη, και μπήκε μόνος στην κάμαρα του, όπου άρχισε να κλαίη δυνατά· μιλούσε παράφορα με τον εαυτό του και περπατούσε ορμητικά πάνω κάτω.

Κοιμόμουνα ντυμένος στο κρεβάτι κοντά στην Έλσα, που δε θα ξυπνούσε ποτέ πια, και καθόμουνα κι αγρυπνούσα μόνος για να ησυχάζη η νοσοκόμα και για να μπορώ να κρατήσω την ανάμνηση από τις λίγες ώρες, που δεν είτανε κανένας άλλος από τους δυο μας μέσα στην κάμαρα του θανάτου.

Τελευταία ερίχτηκε με τα φορέματά του στο κρεββάτι· έτσι τον βρήκε ο υπηρέτης του όταν κατά τις ένδεκα ετόλμησε να μπη στην κάμαρα και να ρωτήση αν ήθελε να του βγάλη τα παπούτσια του. Τον άφησε να του τα βγάλη, αλλά του απηγόρευσε να έλθη στην κάμαρα το άλλο πρωί πριν να τον φωνάξη.

Κι όταν μπήκα στην κάμαρά μας, είδα πως τα δικά μου παράθυρα είχαν την ίδια θέα, που είπα πρωτήτερα, με τη διαφορά πως η θάλασσα φαινόταν από δω ακόμα σιμότερα. Στάθηκα πάλι εκεί και δεν ήξερα τι γινότανε μέσα μου εκείνη τη στιγμή. Μα την ίδια ώρα έπεσε η ματιά μου στη γυναίκα μου.

Πηγαίναμε στην καμαρά μας και καθόμαστε κει χωρίς να μιλούμε λέξη και νοιώθαμε τη σιωπή να υψώνεται ανάμεσά μας, σαν ένας τοίχος, που δεν τον έχτισε κανείς, μα και κανείς δεν μπορούσε να τον γκρεμίση.

Σε λίγο εμπήκε στην αυλίτζα μικρού, φτωχικού σπητιού. — Η γιαγιά η γιαγιάκα· ακούσθηκε η χαροπή φωνή μικρού αγοριού και στη στιγμή, δύο παιδάκια, εφτά χρονών το αγόρι και πέντε το κοριτζάκι έτρεξαν, αγκάλιασαν την γρηά και την έμπασαν στην κάμαρα μικρού σπιτιού και την έβαλαν κ' εκάθισε. Στη στιγμή ευγήκε η κόρη της. — Αχ! μανούλα! πώς τ' αποφάσισες; Η γρηά δεν απεκρίθηκε· ήθελε ν' ανασάνη.

Λέξη Της Ημέρας

βόηθα

Άλλοι Ψάχνουν