Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 21 Μαΐου 2025


Αι κνήμαι του ήσαν σπειροειδώς περιδεδεμέναι με ερυθρούς ιμάντας, και εις τους πόδας εφόρει ελαφρά πέδιλα. Ότε εισήλθεν, έφερεν υπεράνω του χιτώνος κυανόχρουν ιμάτιον, αλλ' άμα εισελθών απέρριψεν αυτό επί τινος επίπλου. Εστάθη εν μέσω των αγαλμάτων και συνάψας τας χείρας εγονυπέτησεν.

— «Ούτε πουλί πετάμενοΗκούσθη και πάλιν μονολογούσα η γρηά- Σπύραινα επί του Βράχου. «Παλάβωσεν ο παλαβοβοριάς». Κ' έβλεπε προς το μυκώμενον πέλαγος, περισυνάγουσα το μαύρον ιμάτιον διά των χειρών της και την κατάμαυρον μανδήλαν της, ης αι άκραι επιμόνως παριηρπάζοντο.

Υπαγορεύσατέ μοι διά σημείου μαντικού, δι' οιωνού ή και διά νυκτερινής όψεως την ευμενή υμών απόφασιν, μέχρι της ανατελλούσης ημέρας. Και ταύτα ειπών ο Πλήθων ανωρθώθη. Επανήλθε προς την θύραν, χωρίς να ρίψη άλλο βλέμμα επί της κοιμωμένης Αϊμάς, έλαβε το ιμάτιόν του, και εξήλθε κλείσας την θύραν. Ο Πρωτόγυφτος, όστις υπεκρίνετο ότι εκοιμάτο, ήνοιξε τους οφθαλμούς, και έβλεπεν αυτόν εξερχόμενον.

Αλλ' αυτός, ακούσας εντός του βύθους του τα παρά των φίλων του λεγόμενα, τοις είπενΑι νίκαι και τα τρόπαια είναι πολλάκις δώρα της τύχης· ουδείς Αθηναίος εφόρεσέ ποτε εξ αιτίας μου μαύρον ιμάτιον. Ιδού το μόνον αληθές προτέρημά μου!

Να ήτο άρωμα να την ροφήση διά μιας; Να ήτο γάλα να την καταπιή; Να ήτο γαλανόν ιμάτιον να την φορέση; Να ήτο μητέρα του να κοιμηθή κοντά της; Πολλαίς φοραίς, την νύκτα με την σελήνην δραπετεύων από τον οικίσκον του, ανήρχετο εις την υψηλήν του Κάστρου κορυφήν όπου εφύλαττεν η βάρδεια, εις το Κανόνι, και δεν εχόρταινε να θεωρή το πέλαγος, απλούμενον γύρω του ως χρυσογάλανον καθρέπτην.

Και επί του μικρού καταστρώματος του αλιευτικού πλοιαρίου, καθώς ελικνίζετο τούτο υπό των κυμάτων της τρικυμιώδους θαλάσσης, εδυνήθη να κοιμηθή. Και συχνά εις τας νύκτας εκείνας τας υπό τον έναστρον ουρανόν εις την ερημίαν, δεν θα είχεν άλλην στρωμνήν παρά την χλόην, ουκ' άλλο σκέπασμα παρά το ίδιον ιμάτιον.

Ησθάνθην τον κύριόν μου αναστάντα από της έδρας του και αναμιχθέντα κλονουμένω τω βήματι εις την έριδα, πλην μετ' ολίγον χειρ ρωμαλέα έδραξεν αυτόν από του στήθους, τα συνέχοντα το ιμάτιον αυτού κομβία διεσπάσθησαν, και εγώ κατέπεσα χαμαί εις το βορβορώδες έδαφος του οινοπωλείον. Τα περαιτέρω είνε συγκεχυμένα και αόριστα εις την μνήμην μου.

Το ιστίον της λέμβου ταύτης εκυμάτιζεν ελαφρώς εκ του δροσερού απογαίου σχηματίζον πτυχάς πλην μετά τινος νάρκης ως από κοπώσεως μακρού πλου, και μάλλον εκρέματο από του ιστού ως ιμάτιον βαρύ από καρφίου· πλην η λέμβος είχε δρόμον κ' εθραύετο ένθεν και ένθεν το αργυρόχρουν κύμα εις τας λείας παρειάς αυτής, κ' εσχηματίζετο όπισθεν αργυρόχρυσος άλλη αύλαξ, ην εθεώρει με τον ένα οφθαλμόν πλαγίως ακουμβισμένος ο γέρων πηδαλιούχος, προσπαθών ίσως να διίδη εις τα μυστικά βάθη του πόντου του κόσμου το όνειρον.

Ήτον μία μεγάλη εικών της Θεοτόκου, αρχαϊκή, με ανδρός χαρακτήρας, με πρόσωπον το διπλάσιον του φυσικού, με μεγάλους, πολύ μεγάλους οφθαλμούς, και με τον Χριστόν, έν βρέφος με παμμεγίστην κεφαλήν, φορούν χιτώνα επίχρυσον, φωτεινόν, τον «αναβαλλόμενον το φως ως ιμάτιον». Είτα άναψε φωτιάν εις το στενόν, μεταξύ δύο ερειπίων, αντικρύ του ναΐσκου, και κατέμπροσθεν εις την θύραν του οικίσκου της.

Πλατύ κυανούν ιμάτιον τον καλύπτει, κάτωθεν δε τούτου φαίνεται ο μάλλινος άρραφος υφαντός χιτών Του, όστις περιδένεται διά ζώνης περί την οσφύν, και τον περιβάλλει όλον από του λαμού μέχρι των πεδίλων.

Λέξη Της Ημέρας

ταίριαζαν·

Άλλοι Ψάχνουν