Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 24 Μαΐου 2025
Η Ιωάννα δεν ωμοίαζε τας ποιμενίδας εκείνας του Οβιδίου, αίτινες ηυχαριστούντο αν μόνος ο Άθως ηκροάτο το άσμα των ή ρύαξ αντανάκλα το ανθοστεφές πρόσωπόν των, αλλ' απ' εναντίας εδάκρυε πολλάκις επί των βιβλίων, σκεπτομένη ότι, άγνωστος και ανύμνητος ήθελε μείνει η σοφία της εις την γωνίαν εκείνην της Αττικής, ως κλαίουσι και αι νέαι καλογραίαι, οσάκις γυμνούμεναι το εσπέρας αναλογίζονται ότι το κρινόλευκον αυτών
Η Ευθαλία ηκροάτο εν σιωπή. Η μήτηρ της επανέλαβε· — Κι' αυτό εδώ, πουλάκι μ', φαίνεται να είνε γυναικείο κούτελο· και εις αυτό επάνω επάνω κάτι τέτοιο είνε γραμμένο. Τέλος έφθασεν ο Παπά-Γληγόρης.
Και ο βορράς εσύριζεν, από το πέλαγος μακρόθεν ερχόμενος, ως ήχος αυλών αναριθμήτων, αοράτων βοσκών, ήχος οξύς και λιγυρός. Και η γραία ηκροάτο ως να ωμίλει τις, και ήκουε του ανέμου τα ηχηρά κελαδήματα, τα οποία εσχημάτιζον τοιούτους μυστηριώδεις λόγους εν τη πενθούση διάνοιά της: — Ίσως και να γυρίσουν και οι δύο, ίσως και να μη γυρίσουν!
Έλεγε ταύτα αυτομάτως χάριν εαυτού και μόνου, ελησμόνει δε την παρουσίαν του Γύφτου, και δεν εθεώρει αυτόν ως ακροατήν. Εν τούτοις ο Γύφτος, αν δεν ηκροάτο λογικώς, ήκουεν όμως φυσικώς τας λέξεις ταύτας, και τω ενεποίησαν ίλιγγον. Υπέκειτο εις το συναίσθημα του ονειρευομένου, όστις βλέπει καθ' ύπνον υπερφυή πράγματα.
Και ίστατο σιωπηλή, θεωρούσα ως να είχε κάποιον ενώπιόν της και ηρώτα οδυνηρώς: — Ποιόνε να κλάψω και ποιόνε να μη κλάψω, την Θωμαή, την κόρην μου, ή τον Λαλεμήτρον τον άνδρα της; Ποιόνε να περιμένω, ορφανά μου κλήματα, και ποιόνε να μη περιμένω; Την Θωμαή, την κόρην μου, ή τον Λαλεμήτρον τον άνδρα της; Κ' εκεί που ως λίθινον κατέπινε τον ξηρόν άρτον, αίφνης, ίστατο ακίνητος και ηκροάτο.
Καθώς εξήλθεν εις το ύπαιθρον ο Φάλκος, κατ' αρχάς εστράφη οπίσω προς την θύραν του οικίσκου την οποίαν αφήκεν ανοικτήν, και ηκροάτο διά ν' ακούση την αναπνοήν της μητρός του κοιμωμένης.
Ήρχισαν ν' αποσβέννυνται αι πρώται φαειναί της Μαργαρώς εντυπώσεις. Φως εις τον λιμένα δεν έβλεπε κανέν. Ηκροάτο ν' ακούση πάλιν διαλόγους, ως εκείνους τους άλλους αρμονικούς, αλλ' η σιωπή ηύξανεν ολονέν. Οι άνθρωποι, είπε, τρώγουν τώρα εις τα σπίτια των. Και πραγματικώς από του άλλου μέρους αι θυρίδες των οικιών της πολίχνης έλαμπον άπασαι ως να ήτο γενική φωταψία διά της εορτής την χαράν.
Η Βεάτη εσκέφθη ότι ίσως η ξένη εκοιμάτο, και αφού το πράγμα ούτως είχεν, η Σιξτίνα μη έχουσα ν' αποτείνη τον λόγον πρός τινα, δεν ήτο ανόητος να ομιλή μόνη της, και ούτω συνέβαινεν ώστε αυτή, η Βεάτη, καίπερ τείνουσα υπερμέτρως τα ώτα, ουδέν όμως ήκουεν. Η εικασία αύτη εφάνη εις την Βεάτην η λογικωτάτη, εξ όσων είχε κάμει ποτέ. Εν τούτοις ηκροάτο εισέτι.
Οι μάντεις έψαλλον παντός είδους χρησμούς, τους οποίους καθείς ηκροάτο αναλόγως της ψυχικής του διαθέσεως. Και οι Αχαρνείς, οι οποίοι εθεωρούντο ως απαρτίζοντες μέρος των Αθηναίων ουχί ασήμαντον, βλέποντες καταστρεφομένην την χώραν των, εζήτουν μετά κραυγών την έξοδον. Η πόλις περιήλθεν εις μέγιστον ερεθισμόν και όλοι ωργίζοντο κατά του Περικλέους.
— Κοιμώνται, είπεν ο Πρωτόγυφτος χωρίς να διστάση. — Θαρρώ κάποιος είν' εκεί έξυπνος, είπε πάλιν ο ξένος, διότι είχεν ιδεί τα κινήματα του Μάχτου. Ο Μάχτος είχεν ανακαθίσει επί του στρώματος και ηκροάτο ανυπομόνως. — Και αν είνε έξυπνος, θα κοιμηθή, απήντησεν ανενδοιάστως ο Πρωτόγυφτος. — Και αν δεν κοιμηθή, τι; είπεν άλλος εκ των έξω της θύρας.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν