Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 27 Μαΐου 2025


Εφάνηκε καθάριο τόρα, ολόφωτο το Πινακούλι μέσα εκεί, βαθιά. Εφάνηκαν τα κάστρα της Κορώνης, πάνω στα βουνά τα πόμακρα. Έλαμψε ο κόρφος όλος μέσα, καταξάστερος. Εφώτισαν τα περιγιάλια γύρω κ' οι στεριές. Εξάναψαν οι στοιχειωμένοι πύργοι στον Αγιανάκη πάνω χρυσοφώτιστοι.

Τα λόγια της γραφής μού εφάνηκαν απόφωνο στα λόγια του πατέρα μου. Τόσα χρόνια καραβοκύρης και τόρα η χήρα του επρόσμενε το δικό μου ξεδούλειο για να κάμη τα κόλλυβά του! Να κάμη τα κόλλυβά του και να συντηρηθή άπορη! Κ' εκείνου το κορμί, τα σιδερένια μπράτσα ποιος ξέρει τάχα σε τι χάλαρα δέρνονται, ποιος γλάρος τα πετσοκόβει, ποιο κύμα να λευκαίνη τα ψιλόλιγνα κόκκαλα!

Αφού δε έβαλα εις την είσοδον τον φράκτην, ο οποίος είνε πέτρα πολύ μεγάλη, και άναψα φωτιάν με το δενδρον το οποίον είχα φέρει από το βουνόν, εφάνηκαν που προσπαθούσαν να κρυφθούν• εγώ δε συνέλαβα μερικούς, ως ήτο φυσικόν, και τους έφαγα, διά να τους τιμωρήσω ως ληστάς.

Αυτός ήταν ο γαμπρός, γερό παλλικάρι, καλοστολισμένο, που μ' άρεσε πολύ εμένα και της γυναίκας μου, αφού μάλιστα μας είπε πως εκληρονόμησε πέρσυ από τη μητέρα του ένα φούρνο στο Ροδακιό. Δε ξέρω όμως τι είχε και δεν άρεσε της κόρης μας καθόλου. Όταν την ρωτήσαμε μας αποκρίθηκε πως δεν της εφάνηκαν τα μούτρα του καλού ανθρώπου και πως έχει το ενα μάτι πράσινο και το άλλο μαβί.

Η νέα ανεσηκώθη επί του προσκεφάλου της, στηρίζουσα εις τον βραχίονα την παρειάν και ηκροάσθη. Οι ψίθυροι, αν και πολύ ήρεμοι της εφάνηκαν πράγματι υπαρκτοί, και δεν την επλάνα η φαντασία, ούτε την εγέλων τα ώτα της. Ανελογίσθη τότε τι της είχεν ειπεί ο γέρο-Καρδοπάκης, όταν έφθασε το δειλινόν εις τον μύλον.

Τότες ακούσθη κ' η βροντή απ' την Αγία Λαύρα, Κ' εφάνηκαν μέσ' 'ςτά βουνά σύγνεφα 'λίγα μαύρα, Κι' απώνα βουνόάλλο Πετούν, πυκνώνουν, γίνονται ένα βαρύ, μεγάλο, Που απ' άκρηάκρη τη βαθειά τη φοβερή μαυρίλα Απλώνειτην Ελληνική τη χώρα. Ανατριχίλα! Επανεστάτησε ο Γκιαούρ!

Αυτή η είδησις έγινε εις όλον τον κόσμον και εις ολίγον καιρόν εφάνηκαν εις αυτό το νησί να έλθουν άρρωστοι πολύ πλήθος, οι οποίοι διά την φήμην της βασίλισσας ήρχονταν να ζητήσουν θεραπεία εις τες αρρώστειες των, και όλοι εγύριζαν ευχαριστημένοι.

Αλλά και να γυρίσω τόρα στο νησί, πάλι δεν θα ησυχάσω. Με κράζει η θάλασσα. Με το πρώτο ανάβλεμμα του ήλιου εφάνηκαν και οι τέσσερες φρεγάδες αντίκρυ στον Καβομαλιά. Πούθε έρχονταν; για πού επήγαιναν; ούτε άκουσε ούτ' έμαθε κανείς. Μα πρέπει να ήσαν βασιλικές φρεγάδες. Και οι τέσσερες, σου λέγει, το ίδιο είχαν χτίσιμο· χυτές πρύμηπλώρη. Και είχαν τις αρματωσές τους, βασιλικές κ' εκείνες.

Ο Καλάφ παίρνοντάς τους, με μεγάλον κόπον τους απέρασεν από εκείνην την στενήν οδόν, και τους έφερεν εις την πηγήν, και έσβυσαν την φλογώδη δίψαν που τους ετυράννιζεν· έπειτα έφαγον από τους καρπούς που ο Καλάφ έμασεν, οι οποίοι εις εκείνην την χρείαν τους εφάνηκαν εξαίσιοι.

Αφού και εδιαβάσαμεν αυτά τα γράμματα τα οποία μας εφάνηκαν μαγικά, εκατεβήκαμεν εις το καράβι διά να δώσωμεν την είδησιν των λοιπών διά τα όσα είδαμεν. Καθένας έμεινε θαυμασμένος πως ήταν μέσον να ελευθερωθούμεν, μα κανείς δεν ήθελε να είνε η θυσία· ο πλέον χειρότερος ναύτης απέφευγε να θυσιασθή διά τους άλλους.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν