Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 11 Σεπτεμβρίου 2025


Μεγίστη δε υπήρξεν η ευθυμία, και, το πάτωμα εκινδύνευσε να πέση από τον χορόν. Η χαρά εκείνη διήρκεσεν επί εβδομάδα. Τον γάμον αυτόν, έλεγεν η Αφέντρα, θα τον ενθυμείτο ακόμη διά πολύν καιρόν το χωρίον.

Όλην την ημέραν, και μέχρι βαθείας νυκτός, διήρκεσεν η ευθυμία, και ο χορός διακοπτόμενος επανελαμβάνετο πάλιν. Είτα οι καλεσμένοι, ολίγοι-ολίγοι, εσκορπίσθησαν. Τελευταίοι έμειναν ο κουμπάρος και οι στενώτεροι οικείοι, με τα βιολιά και τα λαγούτα. Πέραν του μεσονυκτίου, έφαγαν νέον δείπνον.

Παίζανε τον «Τυχερό Πέτρο» του Στρίντμπεργ και βέβαια ο Σβεν δεν ένοιωθε πολλά πράματα από το έργο, ωστόσο διασκέδαζε με το δικό του τρόπο. Διασκέδαζε τόσο καλά, ώστε η ευθυμία του μεταδόθηκε και στους καθισμένους τριγύρω του ... Έπειτα όμως ήρθε η σκηνή, που παρουσιάζεται ο θάνατος στον ήρωα του έργου, κι ο Σβεν σώπασε.

Πενηντάρης, στιβαρός όμως σα νέος, σαν άνθρωπος του βουνού, με ηλιοκαμμένο και λιπόσαρκο πρόσωπο, μα με κάτι δόντια που θα λεγες πως του τα φύτεψαν τη στιγμή εκείνη, τόσον ήταν στερεά, άσπρα και ολόισα. Εύθυμος και γελαστός πάντα, εμετάδινε την ευθυμία του και σε μένα.

ΛΕΛΑΕίσθε ο πλέον ανόητος αξιωματικός του στρατού. Και ίσως ο ωραιότερος! ΑΝΘΥΠΟΛ. — Α! α! α! Ποια είνε αυτή η γυναίκα; Η ευθυμία της αρχίζει να υπερβαίνει τα όρια. Φαίνεται μεθυσμένη. Δεν ξέρω ακριβώς. Τη βλέπω δύο τρεις μέρες στα λουτρά. Φαίνεται πως είναι φιλενάδα της θεατρίνας. Είναι ολίγον από το είδος των ευθύμων γυναικών. Πάει να πη .... Κατάλαβες, κοκώνα μου;

Βεβαίως τούτο δεν είνε ό,τι ο κόσμος χαράν ονομάζει· δεν ήτο η ευθυμία της κουφότητος, δεν ήτο ο γέλως της μωρίας· εκ του είδους τούτου της χαράς ελάχιστα έχει ο βίος δι' άνθρωπον τι πράγματι σημαίνει ο βίος.

Η διάβασις του κινουμένου δάσους έγινεν αφορμή ευθυμίας παιδικής εις τους δύο νέους. Όταν τους απώθησαν εις τον τοίχον και τους έκρυψαν διά μίαν στιγμήν τα κλαδιά, εγέλασαν ως παιδία παίζοντα το κρυφτό· και η ευθυμία εκείνη τους εθάρρυνεν εις οικειότητα. — Κείντα δουλειές έκανες σήμερο, Μανωλιό; ηρώτησεν Πηγή, διευθετούσα επί της κεφαλής το τσεμπέρι της, το οποίον είχαν αναρπάσει τα κλαδιά.

ΠΑΜΦΙΛΟΣ. Από που έρχεσαι, Λυκίνε, και γιατί γελάς; Η αλήθεια είνε ότι πάντοτε είσαι εύθυμος, αλλά σήμερον η ευθυμία σου είνε, φαίνεται, τόσον εξαιρετική, ώστε δεν δύνασαι να κρατηθής. ΛΥΚΙΝΟΣ. Έρχομαι από την αγοράν, Πάμφιλε• θα γελάσης δε και συ ομοίως αν ακούσης την δίκην εις την οποίαν παρευρέθηκα, δίκην μεταξύ φιλοσόφων.

Προχωρούσε με τα λιγνά κι' αδέξια ποδαράκια του, απάνω στο ξερό χώμα, μα σε λίγο ο αγωγιάτης έφθασε βιαστικός και θυμωμένος και το γύρισε πίσω στη μάννα του. Το αθώο μικρό τον ακολούθησε παραπονεμένο. Και το δρομαλάκι απόμεινε πάλι έρημο. Μα στην ερημιά του μια ήσυχη χαρά ήτανε χυμένη και το άσπρο του χώμα σκορπούσε γύρω στην πρασινάδα μια ευθυμία παράξενη, καθώς το φιλούσε ο Ήλιος.

Κάτω εις την πολίχνην, όπου ο Γιάννης ήτο ευθυμία και χαρά των σπητιών, ο ίδιος εγέλα θορυβωδέστερον όταν συνήντα ένα από τους περιπλανωμένους του χωριού, σχεδόν ομοιοπαθή του, ή τον Ζαχαρίαν τον Κούκον, ή τον Τάσον τον Νικολήν, ή τον Ματώ απ' τον Απάνω Μαχαλάν. Τότε άνοιγε πράγματι η καρδιά του.

Λέξη Της Ημέρας

παστρουμάδι

Άλλοι Ψάχνουν