United States or Brunei ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλ' εις ολίγον έρχεται οπίσωτον Ρωμαίον, που τον επήρεν ο θυμός κ' εκδίκησιν γυρεύει, και πιάνονται και πολεμούν 'σαν αστραπή κ' οι δύο. Πριν σύρω έξω το σπαθί κ' εγώ να τους χωρίσω, θανατωμένος έπεσετο χώμα ο Τυβάλτης, κ' εκεί αμέσως στρέφεται και φεύγει ο Ρωμαίος. Εάν σου είπα ψεύματα, να χάνω την ζωήν μου.

Ύστερα δε από αυτό η Τζελίκα έβαλε την Καλεκάρην και επήρεν ένα όργανον, και λαλώντάς το ετραγούδησε με τόσην νοστιμάδα, που ετελείωσε να με αποπαλαβώση, και μη ημπορώντας να υποφέρω πλέον αλησμόνησα το πού ήμουν, και έπεσα εις τα πόδια φερόμενος από την αγάπην και από την αγαλλίασιν. Ετούτο το κάμωμά μου εξανάδωσεν αιτίαν διά να γελάσουν οι λοιπές, εις τρόπον που δεν ημπορούσαν πλέον.

Ο δε βασιλεύς ευρισκόμενος εις το κυνήγι, οπόταν έλαβε την χαροποιάν είδησιν εγύρισεν ευθύς εις το παλάτι του διά να ιδή το βρέφος και βλέποντάς το εις τα χέρια της μητρός του, η οποία εκάθονταν σιμά εις μίαν μεγάλην φωτιάν, το επήρεν εις τες αγκάλες του, και αφού το εφίλησε πολλές φορές το εξανάδωσε της μητρός του.

διότι εσκεπτόμην και πολλά άλλα, αλλά προ πάντων πώς ο Απόλλων τόσον καιρόν δεν έβγαλε γένεια ή πώς νυκτώνει εις τον ουρανόν αφού ο Ήλιος είνε πάντοτε παρών και συντρώγει με τους άλλους θεούς. Έπειτα όμως μ' επήρεν ολίγος ύπνος. Ο δε Ζευς εξύπνησεν από την αυγήν και διέταξε να κληθούν οι θεοί εις συνέλευσιν.

ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ Σήμερον δεκαπέντε, ή εκεί κοντά. ΠΑΡΑΜΑΝΑ Κοντά ή μακρυά, από όλαις ταις ημέραις του χρό- νου, όταν έλθη των αγίων Αποστόλων θα κλείση τα δεκατέσσαρα. Η καϋμένη η Σουσάνα μου! Μου την επήρεν ο Θεός· δεν την ήξιζα να την έχω εγώ. — Λοιπόν, ως καθώς σου λέ- γω, ανήμερα των Αγίων Αποστόλων, την νύκτα, τε- λειόνει τα δεκατέσσαρα· σωστά δεκατέσσαρα. — Το εν- θυμούμαι ωσάν να ήτον σήμερα.

Εδώ, αφού εσηκώθηκε επάνω από τα κεφάλια του πλήθους, ευρήκε μέσον να πλησιάση τον τοίχον επήρεν ένα φανάρι από μια από τας καρυάτιδας, επανήθεν όπως επήγεν εις το κέντρον της αιθούσης, επήδησε με ευκινησίαν πιθήκου επάνω από το κεφάλι του βασιλέως, και από εκεί εσκαρφάλωσεν εις την αλυσίδα ολίγα βήματα παραπάνω, και χαμηλώνων τον κορμόν διά να εξετάση το ουραγγουτάγκειον σταφύλι, εφώναξε δυνατά : «Θα σας είπω ποίος είναι

Και ούτω μετά την απόφασιν επρόσταξε τον Αναΐπην του, και επήγε και επήρεν από το σπήτι της την Ρεσπίναν, και την έφεραν έξω από την χώραν πέντε μίλια μακρυά, και εκεί έκαμε να την θάψουν έως τον λαιμόν, μένοντας μόνον το κεφάλι της έξω από την γην και εκεί την άφησε διά να αποθάνη. Η πτωχή Ρεσπίνα το λοιπόν έστεκεν εις εκείνον τον ανάμερον τόπον εις την άνωθεν κατάστασιν.

Και έτσι λέγοντας την επήρεν εις τες αγκάλες του, και με το στανικόν της την έφερεν εις το καράβι του και βάνοντας την μέσα έκανε πανιά και εμίσευσεν.

Χωρίς να φροντίζη για την εθιμοταξία, την επήρεν από το χέρι και την έβαλε να καθίση σιμά του, ερωτώντας από ποιο βασίλειον έρχεται, ή αν είνε ουρανοκαταίβατη, γιατί δεν πιστεύει πως ημπορεί η γης να γεννήση γυναίκα τόσον ωραία. Η Μηλιά εκοκκίνησε και του αποκρίθηκε με πολλή σεμνότητα και χάρι ότι είνε μια ταπεινή χωριάτισσα και ήλθε ν' αγωνισθή με τους άλλους για το βραβείο.

Και λέγοντας έτσι με επήρεν από το χέρι, και με έφερεν εις μίαν παραθαλασσίαν από την οποίαν μου έδειξε ένα νησί.