United States or Iraq ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είχε θολώσει στα καλά πλειο. Οι αγέλες του χωριού συμμαζεύονταν από τους κάμπους στα κατώγια των σπιτιών ή στες καλύβες, κι' ακούονταν τα μουγκρητά των βωδιών. Τα σπιτιάρικα τα γίδια έμπαιναν στες πλατύχωρες αυλές, λαλώντας τα κυπριά τους «γλαν-γλαν», κάθε σπιτιού κοπή χωριστά, γνωρίζοντας το κατοικειό της.

Αυτά μεν εκοπίαζαντο στράτευμα εκείνοι· Όμως κι' ο Αγαμέμνονας δεν έπαυ' απ' την μάχην, Οπού τον εφοβέρισε τον Αχιλλέα πρώτα. Πηγαίνετε εις την σκηνήν οι δυω του Αχιλλέως, Κι από το χέρι πιάνοντας την Βρισοπούλαν, φέρτε. Αν δεν την δώση, τότ' εγώ ο ίδιος την παίρνω, Πηγαίνοντας με πλειότερους· κι' αυτό θα τον τρομάξει. Έτσι λαλώντας, και αυστηρά προστάζοντας, τους πέμπει.

Ποιος θα σας βάλη στεφάνια ύστερ' από μένα; ποιος θα αναθρέψη τα δυστυχισμένα τ' αρνιά; ποιος θα περιποιηθή τον τραγουδιστή το τζίτζικα, που εγώ τον έπιασα με πολύ κόπο για να με κοιμίζη, λαλώντας κοντά στη σπηλιά; να τώρα εγώ αγρυπνώ για το Δάφνη κ' εκείνος του κάκου λαλάει. Τέτοια υπόφερνε, τέτοια έλεγε, μην ηξέροντας το όνομα του έρωτα.

Είπε, μα του Διός του νου δεν πείθει αφτά λαλώντας, γιατί η καρδιά τον Έχτορα του ζήταε να δοξάσει. 174 Τότες εκεί το Δάμασο ο άξιος Πολυποίτης 182 μέσα απ' το χαλκομάγουλο τον ακοντίζει κράνος· και δεν αμπόδισε ο χαλκός, μον πέρα ως πέρα ο στόκος με την ορμή του ξέσκισε το κόκκαλα, και λιώμα 185 μέσα όλος τούγινε ο μιαλός και τούκοψε τη φόρα· κατόπι και τον Όρμενο ξαρμάτωσε και Πύλο.

Και στα γοργά σαν έφτασαν των Μυρμιδόνων πλοία, 185 τον ήβραν που διασκέδαζε μ' ωριόφωνο λαγούτο, ομορφοπλούμιο, κι' αργυρό είχε ζυγό από πάνου, που διάλεξε απ' τ' Αητιού το βιος σαν πήρε το καστρί του· μ' αφτό γλεντούσε, αρματωλών παλικαριές λαλώντας, κι' αντίκρυ είταν ο Πάτροκλος μονάχος καθισμένος 190 ήσυχος, πότε το σκοπό θα πάψει καρτερώντας.

Και στέκει η Ίριδα σιμά στο γέρο, και τον κράζει σιγά λαλώντας, κι' έπιασε το γέρο ως μέσα ο τρόμος 170 «Γιε του Δαρδάνου, έλα καρδιά, μη βάνει ο νους σου φόβο. Δεν ήρθα εγώ γιατί δεινά θωρώ που σου πλακώνουν, Μον ήρθα με καλούς σκοπούς. Του Κρόνου ο γιος με στέλνει, που κι' απ' αλάργα σε πονάει και σε φροντίζει πάντα.

Ύστερα δε από αυτό η Τζελίκα έβαλε την Καλεκάρην και επήρεν ένα όργανον, και λαλώντάς το ετραγούδησε με τόσην νοστιμάδα, που ετελείωσε να με αποπαλαβώση, και μη ημπορώντας να υποφέρω πλέον αλησμόνησα το πού ήμουν, και έπεσα εις τα πόδια φερόμενος από την αγάπην και από την αγαλλίασιν. Ετούτο το κάμωμά μου εξανάδωσεν αιτίαν διά να γελάσουν οι λοιπές, εις τρόπον που δεν ημπορούσαν πλέον.