Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 2 Σεπτεμβρίου 2025


Ο Ανάχαρσις, αφού περιηγήθη, πολύ μέρος της γης και εκτήσατο κατά την περιήγησιν ταύτην πολλήν σοφίαν, επέστρεφεν εις την Σκυθίαν· πλέων δε διά του Ελλησπόντου προσωρμίσθη, εις την Κύζικον και ιδών τους Κυζικηνούς ασχολουμένους να εορτάζωσι μεγαλοπρεπώς την εορτήν της μητρός των θεών, ευχήθη εις την θεάν εάν φθάση αισίως εις την πατρίδα του να προσφέρη εις αυτήν ομοίως θυσίας και να συστήση πανυχίδα.

Αλλ' η πρώτη των συνάντησις απέδειξεν ότι η «αγουρίδα» ήτο καθ' υπερβολήν ξυνή. Η Μαργή επέστρεφεν από την εκκλησίαν, όπου είχε μεταβή διά να εξομολογηθή, όπισθεν δε του ναού εις μέρος έρημον και εις το άκρον του χωριού ευρέθη ενώπιον του Πατούχα.

Ο Κύριος Πλατέας, καθηγητής των Ελληνικών εις το Γυμνάσιον Ερμουπόλεως, επέστρεφεν από τον τακτικόν απογευματινόν περίπατόν του. Άλλοτε ο περίπατος ούτος εγίνετο εις τα Βαπόρια.

Αλλά δεν κατώρθωνε. Διεκόπτετο από ένα συνεχή θρήνον. Ο πόνος ο αληθινός δεν κρύπτεται. Πολλαίς φοραίςτης πρώταις ημέραις, — εξεχνούσεν ο παπά-Κονόμος πως είχεν αποθάνει η κόρη του, και όταν επέστρεφεν από την εκκλησίαν εις τον οίκον του το πρωί, εφώναζεν αστόχαστα: — Κουκκίτσα, ετοίμασε τον καφφέ!

Όταν επέστρεφεν εις την νεκρώσιμον οικίαν η γραία Χαδούλα, διά να παρευρεθή την εσπέραν εις την παρηγοριάν, — παρηγορίαν καμμίαν δεν εύρισκε να είπη, μόνον ήτο χαρωπή όλη κ' εμακάριζε το αθώον βρέφος και τους γονείς του. Και η λύπη, ήτο χαρά, και η θανή ήτο ζωή, και όλα ήσαν άλλα εξ άλλων. Α! ιδού . . . Κανέν πράγμα δεν είναι ακριβώς ό,τι φαίνεται, αλλά παν άλλομάλλον το εναντίον.

Ήτο παραγυιός γεωργοκτηματίου τινός κατοικούντος εις την πόλιν, κ' έβοσκε τα βώδια του κυρίου του κάτω εις την Αγίαν Ελένην, όπου ούτος είχεν εκτεταμένους αγρούς με μικράν έπαυλιν, κ' επέστρεφεν αργά εις την έπαυλιν, όπως όχι σπανίως του συνέβαινε. — Παγώνα! ε! Παγώνα! — Τι θέλεις, θεια-Συνοδιά; απήντησεν ο νεαρός αγρότης γνωρίζων την φωνήν της. — Έρχεσαι τα-ίσα απ' το χωριό, ή όχι;

Εκεί ήκουσε τον ποδόκτυπον ενός αλόγου. Ήτο ο γεωργός, ο οποίος επέστρεφεν. Αυτός ήτο αξιόλογος άνθρωπος, αλλά είχε την αδυναμίαν να μη ημπορή να ίδη καλόγηρον. Άμα έβλεπε καλόγηρον εγίνετο άλλος εξ άλλου. Διά τούτο λοιπόν ο καλόγηρος υπήγε να ιδή την γυναίκα του ενώ αυτός έλλειπεν· εκείνη δε του έστρωσε να φάγη ό,τι καλλίτερον είχεν.

Όταν ήρχισε να νυκτώνη, ετυλίχθησαν με γαλατικούς μανδύας φέροντας κουκούλας και ωπλίσθησαν με φανούς και μαχαίρας. Ο Χίλων εφόρεσε μίαν περρούκαν, την οποίαν είχε προμηθευθή, όταν επέστρεφεν από του Ευρικίου, και εξήλθον επιταχύνοντες το βήμα, όπως φθάσουν εις την Νομεντανήν Πύλην, πριν αύτη κλεισθή. Εβάδισαν τοιουτοτρόπως προς την κώμην «Πατρίκιος» κατά μήκος του Ουιμεναλίου λόφου.

Κατ' έτος, οι χωρικοί της Ευβοίας και τα χωριατόπουλα, έρριπτον κατά πρόσωπον αυτών το σκώμμα : «Να! η φ'στάναις! μας ήρθαν πάλι η φ'στάναιςΑλλ' αύτη έκυπτεν υπομονητική, σιωπηλή, συνέλεγε τα ψυχία εκείνα της πλούσιας συγκομιδής του τόπου, απήρτιζε τρεις ή τεσσάρας σάκκους, ολόκληρον ενιαυσίαν εσοδείαν δι' εαυτήν και διά τα δυο ορφανά, τα οποία είχεν εμπιστευθή εν τω μεταξύ εις τας φροντίδας της Ζερμπινιώς, και αποπλέουσα επέστρεφεν εις το παραθαλάσσιον χωρίον της.

Πάντοτε έπαιζε και δεν εκάθητο ήσυχος παρά μόνον, όταν της διηγούντο παραμύθια. Από όλα τα παραμύθια, όσα της έλεγεν η μαμμά της, επροτιμούσε όσα έχουν μέσα Νεράιδες. Καμμίαν φοράν, όταν επέστρεφεν από το σχολείον και εύρισκε έτοιμο νέον φόρεμα διά τον περίπατον, ερωτούσε, ποιος μου το έφερε; και η μαμά με γέλοια απεκρίνετο, η καλή Νεράιδα.

Λέξη Της Ημέρας

ορέων·

Άλλοι Ψάχνουν