United States or Tokelau ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κατοικεί εις τον πύργον, ενώ εγώ κατοικώ εις το κουτί, και με άλλους εικοσιτέσσαρας μαζή! Δεν χωρεί και αυτή εις το κουτί. Αλλά θα πασχίσω να κάμω την γνωριμίαν της. Και εξηπλώθη μακρύς πλατύς οπίσω από μίαν ταμβακοθήκην, η οποία ήτο επάνω εις την τράπεζαν. Απ' εκεί έβλεπε με την ησυχίαν του την νόστιμην νέαν, η οποία έστεκεν ολονέν εις το έν της ποδάρι, χωρίς να φαίνεται ότι κουράζεται.

Μ' όλον ότι έγεινεν η εξοικονόμησις των τροφών και το πράγμα έλαβε την επιθυμητήν διόρθωσιν, το κακόν όμως της λιποταξίας όχι μόνον δεν εδιορθώθη, αλλ' εξηπλώθη και εις τους αξιωματικούς, οι οποίοι είχον αρχίσει να φοβώνται και διά την ιδίαν των ύπαρξιν και ασφάλειαν, διότι έβλεπαν λιποτακτούντας αδιακόπως τους στρατιώτας των· μερικοί από τους αξιωματικούς επεχείρησαν μάλιστα να λιποτακτήσωσιν, αλλά γενόμενοι γνωστοί επέσυρον εις εαυτούς το όνειδος όλου του στρατοπέδου· μ' όλον τούτο έγειναν αίτιοι να εισχωρήση γενική υποψία εις όλους τους συγκροτούντας τα διάφορα σώματα, ώστε ούτε ο αξιωματικός ενεπιστεύετο εις τον στρατιώτην, ούτε ο στρατιώτης έβαλλε βάσιν εις τους λόγους του αργηγού του· ώστε μόνον σχεδόν αίτιον, το οποίον εμπόδιζεν έτι την διάλυσιν του στρατοπέδου, ήτον των πλοίων η έλλειψις.

Και εξηπλώθη πάλιν υπό τα σκεπάσματά του με την καρδίαν ελαφράν και τον νουν ήσυχον, ελεύθερος υποψιών και δισταγμών και τύψεων συνειδήσεως. Ο ήλιος εισερχόμενος απλέτως εις το δωμάτιον τον εξύπνισε μίαν όλην ώραν βραδύτερον του συνήθους. Πρώτην φοράν επί ζωής του συνέβαινε τούτο εις τον τυπικόν καθηγητήν, προς άκραν απορίαν της Φλουρούς. Η κεφαλή του ήτο βαρεία, — έκαιον οι οφθαλμοί του.

Η φήμη της θαυματουγού εκείνης κεφαλής εξηπλώθη βαθμηδόν καθ’ άπασαν την Δύσιν, κατ’ έτος δε ανήπτοντο πανταχού εις τιμήν του Αγίου πολυάριθμοι πυραί, περί τας οποίας ευωχούντο και εχόρευον οι πιστοί, ως οι πρόγονοι αυτών περί τους πυρσούς των Παληλίων.

Θεός να φυλάη... δεν φοβούμαι τίποτε με την δύναμιν του Θεού... μα η συντροφιά είνε πάντα καλλίτερη. — Ας είνε, δεν μπορώ να σε διώξω... έμβα μες το κελλί να ξεκουραστής, και σα βγη το φεγγάρι, να πας.... — Ευλόγησον. Ο μπάρμπα-Κωνσταντός εισήλθεν εις το κελλίον, κ' εξηπλώθη επί του χαμηλού επεστρωμένου σοφά, με τους πόδας προς την εστίαν, όπου έκαιεν ασθενές πυρ ετοιμόσβεστον.

Κρουνός αίματος επήδησεν από του στόματος του Ταχίρ Γιάτση και το γιγάντειον σώμα του εξηπλώθη επί της γης μετά βρόντου, ως αμάξιον φορτηγόν κατά κρημνού. — Σκύλε! μώφαγες όλη τη γενηά! είπεν ο Ζάχος, πηδών επάνω του εν θριάμβω. Η Μαλάμω παρηκολούθει από του γεωτοίχου την πάλην με αγωνίαν.

Εδώ, εις τας Αθήνας, είνε αυτοί πολύ ολιγώτεροι, ή μάλλον είνε πολύ ολίγοι. Ιδού η μόνη διαφορά. — Α! εφώνησα ευχερώς θριαμβεύων. Είμεθα σύμφωνοι. Αλλά διατί τόσον ολίγοι; Τόσον άρα γε εξηπλώθη και εις τον τόπον αυτόν το εκπολιτιστικόν κράτος του συρμού, ώστε να μη τολμώμεν πλέον και να διασκεδάσωμεν παρά τους κανόνας και τας απαιτήσεις του;

Εις τούτο το αναμεταξύ η φήμη της ευμορφιάς της εξηπλώθη εις όλα τα μέρη της ανατολής και πολλοί βασιλείς επάνω εις τας διήγησες που δι' αυτήν άκουαν, άναπταν από επιθυμίαν να την αποκτήσουν, και όλοι εις ένα καιρόν έστειλαν πρέσβεις εις τον πατέρα της τον βασιλέα διά να του την ζητήσουν διά γυναίκα.

Εκάθησε κάτω περιμαζεύουσα τα κράσπεδα του φορέματός της, είτα εξηπλώθη, εσταύρωσε τα χεράκια της, έκλεισε τα ματάκια της, και εκαμάρωνεν ώμορφα-ώμορφα, καθώς έλεγεν η γραία θεία της. — Φτάνει τώρα, έκραξεν η χήρα του Επάρχου· σήκω απάνω μη μας ιδούν, και λένε, τι πάθανε αυταίς; . . . Τι ώμορφα που κάνεις την πεθαμμένη! . . . Ανέβα γλήγορα, και πάμε.

Τώρα λοιπόν ησύχασε, Νίκο, και κοιμήσου. — Πώς θέλεις να κοιμηθώ με αυτά τα κρανία απ' επάνω μου! — Όπως θέλεις, εγώ όμως θα κοιμηθώ. Εξεδύθην και έπεσα εις τα μαλακά στρώματα της σιδηράς κλίνης, ενώ ο Νίκος εξηπλώθη με τα ενδύματά του επί της κλίνης του, με απόφασιν να μη σβύση τον λύχνον και να περιμείνη ούτω την ανατολήν του ηλίου.