Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 22 Ιουνίου 2025
Η σκλάβα υπήκουσε, και έκαμε καθώς την επρόσταξεν, η οποία ευθύς εγύρισε με μίαν πλουσίαν φορεσιάν και με ένα φακιόλι παρόμοιον με εκείνο του Κατή, εις τρόπον που εφάνηκα εις μίαν στιγμήν πλέον ευγενικά ενδυμένος από πρώτα.
Προς την σύζυγόν του δε ιδιαιτέρως έλεγεν ότι έτσι θα περνούσε ο καιρός μέχρι της Λαμπρής και τότε μ' ένα λόγο θα γινόταν αρνί ο Μανωλιός. Έπειτα τι μπορούσαν και να του κάμουν; Να τον δέσουν; Δεν ήτο βώδι ή άλογο. — Αυτός δε δένεται. Και μ' αλυσίδες να τόνε δέσης θα τσι σπάση. Ας τον αφήσωμε να ξεθυμάνη η κουζουλάδα του. Ας δείρη κι' ας τόνε δείρουνε.
— Κοπιάστε, αφέντη, από το σπίτι μ' πρώτα, έτσι να ζήσης, να σας κεράσω ορθούς ένα ρακί, για να μου ευκηθήτε το να «&καλοδεχτώ&». Ο προύχοντας, γέροντας σεβάσμιος και γλυκός, δε μπόρεσε να μη δεχτή το προσκάλεσμα της δυστυχισμένης εκείνης γυναίκας, που την είχε συντρέξη πολλές φορές και με την υπόληψή του και με χρήματα, κι' έστριψε να μπη στον αυλόγυρό της.
Ο Έφις έτρεξε κάτω∙ νόμιζε ότι πετούσε. «Είσαι εσύ! Είσαι εσύ; Με τρόμαξες.» Ο Τζατσίντο έφερε στο πλάι του το ποδήλατο και τον ακολούθησε σιωπηλός. Για άλλη μια φορά όμως, μόλις φτάσανε μπροστά στην καλύβα, έπεσε καταγής αναστενάζοντας. «Έφις, Έφις, δεν αντέχω άλλο…. Τι έκανες! Τι έκανες!» «Τι έκανα;» «Ούτε εγώ ξέρω καλά καλά. Ήρθε η υπηρέτρια του θείου Πιέτρο και έφερε ένα καλάθι.
Αυτός εγέλασε διά την αγνωσίαν μου, και με εβίασε διά να την ξαναπάρω, και εκαμώθηκα πως θέλω το κάμει διά να τον ευχαριστήσω. Υπάγω το λοιπόν, του είπα, διά να εύρω ένα σέμπρον, τον οποίον θέλω τον φέρει ετούτην την νύκτα χωρίς να τον ιδή κανείς μαζί με τον αναΐπην του Κατή· και το ταχύ ωσάν την χωρίση αυτός, θέλω την ξαναπάρει.
Ά ναι, είπα εγώ, ενθυμούμαι ότι είδα δεξιά του Κρόνου ένα ο οποίος κρατεί ταινίας και στεφάνους ξηρούς και έχει στολισμένον το στήθος με πέταλα χρυσά. Εγώ, είπεν ο Ευκράτης, τα εχρύσωσα, όταν διά τρίτην φοράν με εθεράπευσε από πυρετούς.
Για πρώτη φορά παρουσιαζόταν στη ψυχή μου ξεκαθαρισμένο το αίσθημα της ανδρικής τιμής και ντρεπόμουν ως άνανδρος και τιποτένιος για μια γυναίκα. Τι εγωιστής, τι δειλός και σκληρός φάνηκα σε κείνην που θυσιάστηκε για μένα και χανότανε εξ αιτίας μου! Κιόσο φανταζόμουν ότι η αρρώστια του Βαγγελιού θα τελείωνε μετά ένα ή δύο μήνες στο θάνατο, μούσφιγγε απελπισία την καρδιά.
— Μήπως ο κύριος Βάντερντέντουρ σ' έκανε σ' αυτά τα χάλια; — Μάλιστα, κύριε, απάντησε ο νέγρος. Αυτή είναι η συνήθεια· μας δίνουν ένα πανένιο βρακί για φορεσιά δυο φορές το χρόνο. Όταν δουλεύουμε στα ζαχαροποιεία κι' ο τροχός μας αρπάξη το δάχτυλο μας κόβουνε το χέρι· όταν αποπειραθούμε να φύγουμε, μας κόβουνε το πόδι· μου τύχανε κ' οι δυο αυτές περίπτωσες.
— Πατέρα, πώς να μη σουρώ, πώς να μη τραγουδήσω, Πώχω μαράζι 'ς την καρδιά και πόνο, που με τρώει, Και που μου κλέβει τη χαρά, τα νειάτα, νύχτα-μέρα. Κ' ένα τραγούδι, θλιβερό, μου φέρνει μέσ' το στόμα, Τραγούδι που το τραγουδώ, πατέρα, κι' αλαφρώνω, Κι' ούτε το Δράκο σκιάζομαι, ούτε και τη Νεράιδα, Ούτε της βρύσης το Στοιχειό και της σπηλιάς τη Λάμια.
Επί προβλέψει, δεν γνωρίζω ποίας μεγάλης ευκαιρίας, ο βασιλεύς απεφάσισε να δώση ένα μπαλ-μασκέ. Και κάθε φοράν, όταν μια μασκαράτα ή κάτι άλλο παρόμοιον συνέβαινε, δεν άφιναν ευκαιρίαν να κάμουν έκκλησιν προς το ταλέντο του Χοπ-Φρωγκ και της Τριπέττας.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν