United States or Colombia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότε ο εχθρός ούτος, οφείλων να μη εκδικηθή ως βιασθείς, αλλά ν' αποδώση την ευεργεσίαν, αισχύνεται και εμμένει προθυμότερον εις τας συνθήκας· άλλως οι άνθρωποι δεικνύουν μετριοπάθειαν μάλλον προς τους μεγαλυτέρους εχθρούς των παρά προς εκείνους, μετά των οποίων έχουν μετρίας διενέξεις.

Οργισθείς διά τον υβριστικόν τρόπον με τον οποίον τον μετεχειρίσθησαν, συνέλαβε το σχέδιον να εκδικηθή κατ' εκείνων οίτινες τον είχον εξορίσει, και έπεμψε πρώτον εις την πόλιν Βουτώ διά να ερωτήση το μαντείον της Λητούς, το μάλλον αψευδές όλων των της Αιγύπτου.

Είπεν αυτή αυτά τα λόγια με τόσην οργήν, που τον έκαμε να γνωρίση ότι αυτό το φαγί δεν ήτο δια τα δόντια του. Αλλ' όμως με το να μην ήτο και αυτός ολιγώτερον κακότροπος από το Ραβά εστοχάσθη να εκδικηθή αυτήν που εκαταφρόνεσε την επιθυμίαν του, και αποφάσισε να κάμη την εκδίκησιν με ένα τρόπον πολλά σκληρόν.

ΑΓΓΕΛΟΣ Και τώρα έβδομος στην έβδομη την πύλη, ο ίδιος ο αδερφός σου, τι κατάρες λέει θα πω και τι κακά να βρούνε αυτή την πόλη° τα κάστρα μας αφού πατήση και της χώρας κηρυχθή βασιλιάς, της νίκης ν’ αλαλάξη παιάνα κ’ έπειτα να ’ρθή με σε στα χέρια κ’ ή να ποθάνη πλάι σου σκοτώνοντάς σε ή ζωντανό σου εκδικηθή την ατιμία της εξορίας του διώχνοντας όμοια και σένα.

Οχτώ μέρες, οχτώ νύχτες, έσκισαν τα κύματα, και με φουσκωμένα πανιά αρμένισαν για την Κορνουάλλη. Οργή γυναίκας, τρομερό πράγμα: και καθένας ας φυλάγεται. Όπου μια γυναίκα αγαπάει πειο πολύ, κει θα εκδικηθή πειο σκληρά. Γρήγωρα έρχεται η αγάπη στης γυναίκες, γρήγωρα και το μίσος. Κ' η έχθρα τους, άμα έρθη μια φορά, βαστάει πειο πολύ, παρά η αγάπη.

Ξέρουνε η γυναίκες να μετριάζουνε τον έρωτα, μα όχι το μίσος. Όρθια πίσω από τον τοίχο, όλα τα άκουσεν η Ιζόλδη με τα Λευκά Χέρια. Κράτησε καλά στο μυαλό της τα λόγια του Τριστάνου. Αν μπορέση μια μέρα, πώς θα εκδικηθή κείνον που περισσότερο από κάθε τι αγαπάει στον κόσμο!

Αν μπορής, κάνε μου και τους άλλους καμπούρηδες να περιγελάμε τους ίσιους, που θ' απομείνουνΤέτοιο μαράζι τον έτρωγε τον Λαζαράκη. Και όλη την ώρα, που περπατούσε σκυφτός έσπαζε το κεφάλι του πώς να εκδικηθή τους ίσιους ανθρώπους, πώς να βγάλη το άχτι του. Ένα πρωί πήρε λίγα παραδάκια, που είχε μαζέψει πεντάρα με την πεντάρα, και πήγε σ' ένα μαρμαρά: «Άκουσε δω, παλικάρι, του λέει.

Ένας άλλος από τον Ραβά ολιγώτερον θηριώδης ήθελεν έλθει εις τόν εαυτό του με αυτά τα λόγια, και ήθελεν ευλαβηθή περισσότερον την Ρεσπίναν διά την τιμήν της μα αυτός ως κακότροπος βλέποντας, που δεν ημπορούσε να την καταπείση, απεφάσισε να εκδικηθή προς αυτήν και να την αφανίση. Ιδού το λοιπόν το τι εκατώρθωσε.

Είμαι βέβαιος ότι τω όντι αυτό συνέβη όπως το διηγείσαι, είπεν ο Βινίκιος. — Τότε συ ηξεύρεις περισσότερα από εκείνον, απήντησε μετά αξιοπρεπείας ο Χίλων, διότι εκείνος υποθέτει μόνον, ότι ούτω συνέβη πράγμα, το οποίον δεν θα τον ημπόδιζε να επικαλεσθή εις βοήθειαν τους χριστιανούς και να εκδικηθή σκληρώς. — Τι με μέλλει δι' όλα αυτά! Ειπέ μου τι είδες εις τον οίκον εκείνον των προσευχών;

Πώς θα εκδικηθή εκείνους που τον ατίμασαν!... Στον Κόκκινο Σταυρό, ηύρε το δασοφύλακα. «Τράβα μπροστά. Πήγαινέ με γρήγορα, γρήγορα, γραμμή». Ο μαύρος ίσκιος των δέντρων τους σκεπάζει. Ο Βασιληάς ακολουθεί τον κατάσκοπο. Έχει πεποίθησι στο σπαθί του που άλλοτε χτύπαγε τόσο καλά χτυπήματα! Α! Αν ξυπνήση ο Τριστάνος, ένας από τους δυο, ο Θεός ξέρει ποιος!, θα μείνη στον τόπο.