Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 3 Ιουνίου 2025


Εγέλασε και ο Κ. Λιάκος, αλλ' επεθύμει σαφεστέραν απόκρισιν, ώστε επανέλαβε, χαριεντιζόμενος δήθεν και αυτός: — Αλλ' έχομεν τουλάχιστον μιμητάς ημείς οι δύο; Πόσους και τίνας απήντησες σήμερον; — Τους αυτούς πάντοτε! τον δείνα, τον τάδε...

Εκαθούντονε στον ήλιο με ταυτιά πεσμένα, σα γάιδαρος κουρασμένος. «Αι! είντα κάνεις; του λέει· καιρός είνε να σου πάρω και την άλλη γυναίκα. — Δε θέλω άλλη. — Γιάιντα; — Ετούτη που πήρα με φτάνει και μου περισεύγει. — Μα συ ήθελες δέκα ... — Όι, όι, δε θέλω άλλη». Ο Μανώλης εγέλασεν, αλλ' εγέλασε μάλλον δια την μωρίαν εκείνου του νέου, ο οποίος δεν επέμενε να πάρη και τας άλλας εννέα γυναίκας.

Ο ήρως εγέλασε. — Με είδες στην Κρήτη, αλλά δεν με είδες στο Βελεστίνο. Αν θέλης ρωτάς και το στρατηγό, που με είδε. — Μα πήγες αλήθεια στο Βελεστίνο; Έλα, την αλήθεια, στη μπαρούτη που φάγαμε! — Εγώ δε θυμούμαι να πήγα. Μα σαν το θυμάται ο στρατηγός, ποιόν να πιστέψωμε;

Ο Σαϊτονικολής εγέλασε, χωρίς να το θέλη, τούτο δε εξήψεν έτι μάλλον την χήραν και του είπε να συμμαζέψη το γυιό του, διότι και αν αυτή δεν είχε άνδρα, ήτο και μόνη ικανή να του τον στείλη καμμιά μέρα με σπασμένη την κεφαλή. Αφού είχαν δώση λόγο να πάρη την κόρη του Θωμά, τι ήθελε με τη θυγατέρα της; Εκτός αν τα χάλασαν, ότε ... το πράγμα ήτο διαφορετικόν.

Πριν φτάση έξω από τα χωριά τον απαντάει ο διάβολος·Γεια σου, πατριώτη. — Γεια της αφεντιάς σου, κυρ διάολε. — Πούθεν έρχεσαι; — Από το γιαλό. — Και η βροχή πού σ' απάντησε ; — Στο δρόμο. — Έλα δα!... — Μα τα κέρατά σου στο δρόμο. — Και δε βράχηκες; Εγώ έγινα μουσκίδι. Ο ναύκληρος εγέλασε. — Α, λέγει, πονηρά! Εγώ ξέρω μια τέχνη και δε βρέχουμε.

Ο Στάθης εγέλασε βεβιασμένως. Πολύ παράδοξος του εφαίνετο η απάντησις αύτη της γυναικός του. Και όχι τόρα διότι ήτο νεόνυμφος αλλά και γραία αν ήτο πάλιν δεν επετρέπετο εις την Σμάλτω να πάγη εις τον μύλον.

Λες για τα δικά μου χέρια πως είνε τρυφερά; είπε μετά διακριτικού παραπόνου ο Μαθιός. — Τότε έρχεσαι να κάμουμε πανιά, καθώς λέει και το τραγούδι; επρότεινε παιγνιωδώς η νεαρά γυνή. — Με τι; Και ακουσίως εκύτταξε το πάλλευκον κολόβιόν της. Η Λιαλιώ εγέλασε και ακούμβησεν εκ νέου εις την πρύμνην.

Να πατήση μοναχά το πόδι μου, στ' άγια χώματα μια φορά! Ανίσως πάλι μας υποπτευθούν και γυρίσουν την πλώρη τους προς τα εδώ, τότε μια και δυο, στο δικό σας το Ξάνεμο, πώς το λέτε, στην Κεφάλα σας· εκεί πετούμε τη βάρκα στην άμμο, και γυρίζουμε στεριά στο χωριό σας. «Πού ήσουνα, Λιαλιώ;» «Πήγα στο σεργιάνι, μπάρμπα- Μοναχάκη, και να με, γύρισα». Εγέλασε μόνη της ειπούσα τούτο.

Γνωρίζω μόνον ότι ο μπάρμπα-Γιωργός ο Δεσπότης, ο πρώτος του χωριού μας κλαδευτής, που μας κλάδευε τα αμπέλι πάντοτε, και το 'βλογούσε, κ' έκαμνε πολλά και καλά σταφύλια, μ' εγέλασε, με το σήμερα και με το αύριο, και μας άφησε τα αμπέλι ακλάδευτο, και έγεινε κλάρα το αμπελάκι σου, Θωμαή μου.

Η Μαργή είχεν εξέλθη και απεδίωκε με ραβδισμούς όνον ο οποίος έτρωγε το κλήμα το σκιάζον τα πρόθυρα του σπητιού των. Ο δε Μανώλης, εμφανισθείς την στιγμήν εκείνην, εζήλευσε την ευτυχίαν του όνου να ξυλοκοπήται από τοιαύτα χέρια και ανεφώνησεν: — Αι, νάμουνε γάιδαρος! Η Μαργή εγέλασε. — Ντα δεν είσαι; του είπε. — Χαρώ το τό γέλιο σου! ανεφώνησεν ο Μανώλης.

Λέξη Της Ημέρας

συγκατάνευσε

Άλλοι Ψάχνουν