Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 3 Ιουνίου 2025


Δεν είχε ο λόγος τελειωθή, και ως έστρεψε την όψι το πλοίον είδ' ο Αμφίνομος μες τον βαθύ λιμένα, και οπού μαζόναν τα πανιά, κ' έπιαναν τα κουπία. από καρδιάς εγέλασε, και των συντρόφων είπε• «Το μήνυμα τι θέλουμεν; ιδέ τους οπ' εμπήκαν• 355 ή κάποιος από τους θεούς τους το 'πε, ή το καράβι 'που προσπερνούσ' είδαν αυτοί και δεν το καταφθάσαν».

Αυτός εγέλασεείνε δε τυφλόν γεροντάκι, ωχρόν και με λεπτήν φωνήνΓνωρίζω, παιδί μου, είπε, ότι ευρίσκεσαι εις αυτήν την απορίαν, διότι οι σοφοί ούτε μεταξύ των, ούτε προς τους εαυτούς των συμφωνούν• δυστυχώς όμως δεν μου επιτρέπεται να σου 'πω τίποτε, διότι απαγορεύεται υπό του Ραδαμάνθυος. Όχι, μη μου αρνήσαι, πατεράκη, του είπα, και μη με αφήσης να περιφέρωμαι εις την ζωήν τυφλότερος από σε.

Για να σου πω, καπτά Γιάννη, πόσα χρήματα έχω να πάρω; Ο Καραγιάννης εγέλασε. — Τι τα θες; τον ερωτά. — Τα θέλω! — Πιάς' το τεφτέρι και κύταξε. — Δος μου το κλειδί του συρταριού σου. ο Καραγιάννης του το έδωσε, με το γέλοιο πάντοτε.

Ο Καρτσής διέκοψε την ψυχρολουσίαν, την οποίαν έκαμνε προ της θύρας του όρθιος, και απήντησε: — Κουβάρ-αγατζή. — Και το βάτο; — Μπερδελέτο. Ο Σαϊτονικολής εγέλασε, καίτοι δεν ήκουε πρώτην φοράν τα αυτοσχέδια τούρκικα του Καρτσή, ούτε το κωμικόν τραγούδι, το οποίον απήγγειλε μετά το τουρκικόν λεξιλόγιον: Άης Βέργας κατεβαίνει Κ' έχει και ρακή πιωμένη ...

Ο Σταμάτης τώρα άρχισε να διηγήται εις τον εξάδελφόν του το πώς εγέλασε τα δυο βοσκόπουλα, τα οποία είχαν σχεδιάσει να τον «σκιάξουν», και ματαιώσας τα σχέδιά των, τα έσκιαξεν αυτός, αντί να τον σκιάξουν εκείνα.

Εκείνος δε απήντησε• ποίος σου είπεν ότι φιλοσοφώ; Και απομακρυνόμενος εγέλασε δυνατά• ερωτήσαντος δε του άλλου διατί γελά, Διότι θέλεις να διακρίνωνται οι φιλόσοφοι από τα γένεια, ενώ συ είσαι σπανός.

Τώρα! ΜΑΚΒΕΘ Άκουσε, 'ς το πλάγι ποιος κοιμάται; ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ Ο Δοναλβαίν. ΜΑΚΒΕΘ βλέπων τας χείρας του. Ω θέαμα φρικτόν! ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ Ανοησίαι, να λέγης: θέαμα φρικτόν! ΜΑΚΒΕΘτον ύπνον του ο ένας εγέλασε, κι' ο δεύτερος εφώναξε «Σκοτόνουν» κ' ένας τον άλλον 'ξύπνησε. Εστάθηκα ν' ακούσω, κι' αφού επροσευχήθηκαν τους ξαναπήρε ο ύπνος. ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ Κοιμούντ' οι δύο των μαζί εκεί

Διαβαίνει ημέρα ολάκαιρη, κοντεύει να νυχτόση, Και δεν ευρέθηκε άνθρωπος σε ταύτη να ζυγόση. Κι' εκεί που διαλογίζεται, στο νου της αποράει, Με καταισχύνη κι' εντροπή, το τι έπαθε μετράει. Της φανερόνεται ομπροστά το Ψέμα στολισμένο από πετράδια λογιαστά, και τα χρυσά ντυμένο· Πλαστή ήταν όλη η φορεσιά, κι' από γιαλιά γιομάτη, Ωστόσο εφάνταζε πολύ, κι' εγέλασε το μάτι.

Λέξη Της Ημέρας

συγκατάνευσε

Άλλοι Ψάχνουν