Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 12 Ιουνίου 2025


Αίφνης ο Επαφρόδιτος του εβίασε την χείρα και η μάχαιρα εισήλθε μέχρι της λαβής. Οι οφθαλμοί του εξήλθον των κογχών, φρικώδεις, παμμέγιστοι, πλήρεις τρόμου. — Σου φέρω την χάριν, σου χαρίζουν την ζωήν! έκραξεν ο εκατόνταρχος. — Πολύ αργά! ερρόγχασεν εκείνος. Και προσέθηκεν: — Α! πίστις! . . . . Εν ακαρεί ο θάνατος εσκότισε την κεφαλήν του.

Και διευθύνας το υποζύγιόν του προς την κοίτην του ρεύματος, έφθασεν εις μέρος όπου είξευρεν ότι το ρεύμα εστένευε μέχρι δύο σπιθαμών πλάτους, εβίασε τον όνον του, όστις εκοντοστάθη και δεν ηθέλησε να πατήση εις τον νερόν, να υπερβή το ρεύμα, και έφθασεν έμπροσθεν του μύλου.

Αυτός εγέλασε διά την αγνωσίαν μου, και με εβίασε διά να την ξαναπάρω, και εκαμώθηκα πως θέλω το κάμει διά να τον ευχαριστήσω. Υπάγω το λοιπόν, του είπα, διά να εύρω ένα σέμπρον, τον οποίον θέλω τον φέρει ετούτην την νύκτα χωρίς να τον ιδή κανείς μαζί με τον αναΐπην του Κατή· και το ταχύ ωσάν την χωρίση αυτός, θέλω την ξαναπάρει.

Εις ταύτην την ζήτησιν εύρε μεγαλυτέραν δυσκολίαν ο Σχαζηνάν να ευχαριστήση την περιέργειαν του αδελφού του. Αλλ' ο Αϊδήν τόσον τον εβίασε, που τον υπεχρέωσε και να υπακούση.

Εκείνο όπερ τον εβίασε να τη προτείνη τον Μάχτον ως νυμφίον, ήτο η πεποίθησις ότι η νέα έτρεφε προς εκείνον τρυφερόν αίσθημα. Αλλά την στιγμήν ταύτην πρώτην φοράν συνέλαβεν αμφιβολίαν. Η παγερά εκείνη και αδιάλυτος ψυχρότης, ην έφερεν επί του κατηφούς προσώπου η Αϊμά, ήτο άλλως ανεξήγητος. Αφού εσκέφθη επί μικρόν ο Πλήθων, επείσθη ότι η Αϊμά δεν ηγάπα τον Μάχτον.

Διατί όμως τας ηυξήσατε; Ποίος σας εβίασε; — Ο πολιτισμός, φίλτατε· ο πολιτισμός! Δεν ηξεύρεις, ότι αι Αθήναι έγειναν μεγαλόπολις; ότι δεν έχουν πλέον σαράντα, αλλά εκατόν χιλιάδας κατοίκους; ότι . . . — Όλ' αυτά μου τα είπαν, και ήλθα να τα ιδώ. Αλλά τι να σου ειπώ; το πρώτον σημείον του πολιτισμού σας, το οποίον βλέπω, δεν είνε πολύ ορεκτικόν. — Ιδέ και τα άλλα, και ελπίζω να μεταβάλης γνώμην.

Αλλ' αίφνης η θύρα ανοίγει μετά φοβερού πατάγου, ωθήσασ' αυτόν να πέση κατακέφαλα, ενώ μία γραία, σχεδόν απερικάλυπτος Οθωμανίς ερρίπτετο εις τους πόδας της μητρός μου, μετά λυγμών και δακρύων. Φαίνεται ότι οι έξω υπηρέται τη εκώλυον την είσοδον και εκ της απελπισίας αυτής εβίασε την θύραν.

Ζήσε να λέγης, ότι ένας τρελλός ευσπλαγχνικός σ' εβίασε να φύγης. ΠΑΡΗΣ Δεν τα ψηφώ τα λόγια σου και τους εξορκισμούς σου, κι' ως άνθρωπον παράνομον εδώ σε συλλαμβάνω. ΡΩΜΑΙΟΣ Πόλεμον θέλεις και καλά; Ιδού λοιπόν! Ο ΑΚΟΛΟΥΘΟΣ Θεέ μου! Σπαθιαίς! Τους νυχτοφύλακας ας τρέξω να φωνάξω. ΠΑΡΗΣ Μ' εσκότωσες! 'σπλαγχνίσου με, και άνοιξε το μνήμα, κ' εξάπλωσέ με νεκρικά κοντά ‘ς την Ιουλιέταν.

Την στιγμήν εκείνην επέστρεψεν η γραία Παντελού, αφού είχε προπέμψει μέχρι της κλίμακος την γηραιάν φίλην της. — Κουράγιο, νυφούλα μου, κουράγιο, είπεν ιδούσα την έκτακτον ωχρότητά της, και μη μαντεύουσα τι είχε λεχθή. Η ασθενής κατέβαλεν υπεράνθρωπον αγώνα, και συνήλθε. Δεν εξέφερε κανέν παράπονον. Εβίασε εαυτήν να μειδιάση προς την πενθεράν και προς το θυγάτριόν της.

Αν και η αποτυχία της εις Χαϊδάρι εκστρατείας ηνάγκασε την Κυβέρνησιν να λάβη μέτρα διά να δυναμώση περισσότερον το στρατόπεδον του Καραϊσκάκη, η βραδύτης όμως, με την οποίαν ενεργούσε διά την έλλειψιν των μέσων, εβίασε τον Καραϊσκάκην να φροντίση περί εσωτερικής ενδυναμώσεως της Ακροπόλεως Αθηνών· αλλά μη έχων χρήματα δεν εδυνήθη να πείση κανέν σώμα διά να εισέλθη εις το φρούριον.

Λέξη Της Ημέρας

βόηθα

Άλλοι Ψάχνουν