United States or British Indian Ocean Territory ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εάν βεβαίως συ με ερωτούσες διά κανέν από όσα τώρα δα είπαμεν, παραδείγματος χάριν, ποίον μέρος ενός αριθμού είναι ο άρτιος αριθμός, και ποίος ακριβώς είναι ο αριθμός αυτός, θα σου απαντούσα ότι άρτιος είναι ο αριθμός εκείνος οπού διαιρείται εις δύο ίσα μέρη και όχι εκείνος που διαιρείται εις δύο άνισα. Δεν έχεις την γνώμην αυτήν οπού έχω και εγώ; Ευθύφρων. Μάλιστα. Σωκράτης.

Μ' αν θέλη την καρδιά μου να την κάνη χάρισμα, άδικα πασχίζει κι' αγωνίζεται. Αυτή δεν την ορίζει. Και σκύβοντας λυπητερά το κεφάλι του, για να κρύψη δυο δάκρυα που στάζανε στα χλωμά του μάγουλα, είπε σιγά: — Αλλοίμονο! Ούτ' εγώ ατός μου την ορίζω. Κ' έφυγε βιαστικά, πνίγοντας ταναφυλλητά του στήθους του. Το βασιλόπουλο κρέμασε το τουφέκι στον ώμο και ξεκίνησε για το βουνό.

Τα μάτια του είχανε μεγαλώσει, ο λαιμός του απλωνόταν χυτός σαν κοριτσιού, και κάτω από το μάγουλο προς το σαγόνι χαράζονταν δυο λακκάκια ευτυχίας. Ακόμη τα δόντια, ολόασπρα, λάμπανε από παιδιάτικο γέλιο. Ύστερα ήτανε τα ρούχα, φωτεινά, σαν μεταξωτά, και δεν φαινόντανε τώρα διόλου κουρελλιασμένα, χοντρά και μαυροκόκκινα από τη λέρα. Ο Ρένας ξανάβρισκε στο τραγούδι ήχους παλιούς, λησμονημένους.

Φίλε Τριστάνε, μόλις ιδώ το δαχτυλίδι με την πράσινη πέτρα, ούτε πύργος ούτε τείχος, ούτε φρούριο κανένα θα μεμποδίση να κάνω το θέλημα του φίλου μου. — Ιζόλδη, ο Θεός να σε προστατεύη. Τα δυο τους άλογα βάδιζαν κοντά-κοντά. Την τράβηξε κοντά του και την έσφιξε στην αγκαλιά του. «Φίλε, είπεν η Ιζόλδη, άκουσε την τελευταία μου παράκλησι. Σε λίγο θ' αφήσης αυτόν τον τόπο.

Οι οφθαλμοί του εσταμάτησαν πολύ υψηλά εις τα τελευταία βάθρα του αμφιθεάτρου. Τότε το στήθος του ανέπνευσε ζωηρότερον, και, προς κατάπληξιν του πλήθους, το πρόσωπόν του εφαιδρύνθη διά μειδιάματος, το μέτωπόν του εφωτίσθη, οι οφθαλμοί του υψώθησαν εις τον ουρανόν και εκ των βεβαρημένων βλεφάρων του δύο δάκρυα κατήλθον βραδέως εις το πρόσωπόν του. Και απέθανεν.

Είχον ήδη σταλή 155,000 λιρών . Οι αντιπρόσωποι τότε απελπίσαντες, έπεισαν τον εν Λονδίνω Χίον έμπορον Α. Κοντόσταυλον, άνδρα γνωστόν διά τον πατριωτισμόν και την τιμιότητα του, να μεταβή άκων εις Αμερικήν, όπως προσπαθήση να επιτύχη δάνειον προς αποπεράτωσιν των δύο φρεγατών ή τουλάχιστον όπως σώση την μίαν εξ αυτών θυσιάζων την άλλην .

Ιδού τι συνέβαινεν. Ο Λάμπρος την ημέραν εκείνην είχε βάλει εις πράξιν την μέθοδον «των κρυφών εκλογέων». Διηγείτο εκάστοτε εις τον κυρ-Μανουήλον τον Στεριωμένον ότι είχε δύο εκλογείς, δύο σίγουρους ψήφους, κρυφούς, οι οποίοι, ως νοικοκυραίοι άνθρωποι, βλέπεις, πτωχοί και υπερήφανοι, εσυστέλλοντο να παρουσιασθώσι φανερά εις το «πρακτορείον» διά να πάρουν λεπτά.

Μέσα σε διόρθωσες κ' εργασία κάθε λογής, μέσα στις συχνές αδιαθεσίες της γυναικός μου και σε μια νευρικότητα, που έκαμε όλο το είναι μου να φαίνεται σα μια χορδή τεντωμένη, σηκωνόμουνα πρωί κ' έκλεβα τον καιρό κ' έγραφα. Τη νύχτα καθόμουνα ως τις δυο.

Γιατί, — ποιο επιτέλους είναι το πρώτο μας χρέος στους Έλληνες; Απλούστατα το κριτικό πνεύμα. Κι αυτό το πνεύμα, που το εξασκήσαν σε ζητήματα θρησκευτικά κ' επιστημονικά, ηθικής και μεταφυσικής, πολιτικής και αγωγής, το εξασκήσαν το ίδιο και σε ζητήματα Τέχνης· και πράγματι, των δύο πιο υψηλών και υπερόχων Τεχνών μας άφησαν το πιο στερεό σύστημα κριτικής που είδε ο κόσμος.

Ο Αγαθούλης καταμουσκεμένος, εσύρθηκε την άλλη μέρα προς την γειτονική πόλη Βαλντμπεργ-κοφφ-τραρμπει-ντικντόρφφ, απένταρος, πεθαμένος από πείνα και κούραση. Σταμάτησε θλιβερά στην πόρτα μιας ταβέρνας. Δυο άνθρωποι, ντυμένοι γαλάζια, τον παρατήρησαν: — Σύντροφε, λέγει ο ένας, να ένας νέος πολύ καλοφκιασμένος και που έχει το απαιτούμενο ανάστημα.