Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 15 Ιουνίου 2025
Η κυρία Πηνελόπη διαρρήγνυται εις άσβεστον γέλωτα, ο δε Ιωάννης ετοιμάζεται ν' αναχωρήση, ίνα μεταβή εις παραλαβήν της ευτυχούς ομολογίας του, ότε ο υπηρέτης εισέρχεται και πάλιν εις την αίθουσαν, φέρων διά της μιας χειρός επιστολήν, και κρατών διά της άλλης υπερμέγεθες δέμα βιβλίων. — Τι είνε πάλιν αυτά; ερωτά ο Περδίκης, — Ένα παιδί τα έφερε. Είνε έξω, και περιμένει, λέγει, απάντησιν.
Το φως του ηλίου είχε κρυβή, αλλά δεν είχεν εισέτι επέλθει της νυκτός το σκότος, ότε , κλείσαντες την αποθήκην, εξήλθομεν του Χανίου. Η πύλη ήτο εισέτι ανοικτή. Δεν είχομεν ούτε σάκκον, ούτε δέμα, ουδ' άλλο τι δυνάμενον να υποδείξη τους σκοπούς μας. Εις τους κόλπους μας μόνον και εντός των ενδυμάτων εκρύψαμεν ό,τι ηδυνάμεθα να φέρωμεν μεθ' ημών ασφαλώς και κρυφίως.
Ο βράχος, εφ' ον ανήλθεν ο άγνωστος, ήτο το εκφαντότερον μέρος της μικράς κοιλάδος. Ήτο όλος περίοπτος. Εκεί η λάμψις της σελήνης κατέπιπτε καθαρωτέρα και ο Βράγγης είδε τότε ή τω εφάνη ότι είδεν, ότι το δέμα όπερ εκράτει ο παράδοξος άνθρωπος εις τους βραχίονας, εκινείτο, ως να ήτο έμψυχον.
Είχε το κεφάλι του αξιωματικού, τ' όμορφο, το αγαπημένο κεφαλάκι του, άσπλαχνα κομμένο από το κορμί. Το πέταξε χάμου κ' εκείνο. Πάει, πέθανε, ξεψύχησε ο καλός της! Σηκώθηκε με ορμή, ανακλαδίστηκε, τράβηξε τα μάγουλά της. Έπειτα έσκυψε, μάζωξε τα ρουχαλάκια της ένα δέμα, τα πήρε και τράβηξε να φύγη. Στη σκάλα ο αξιωματικός ανέβαινε δυο — δυο τα σκαλιά, βιαστικός και χαρούμενος.
Η παππαδιά εντούτοις απετελείωσε την εργασίαν της και, βαίνουσα ακροποδητί διά να μη ταράξη τον άνδρα της, μετέβη εις τον κοιτώνα και μετ' ολίγον επανήλθε φέρουσα μικρόν δέμα. Εκάθισεν εις το παρά την σβεστήν εστίαν σκαμνίον, ήνοιξε το δέμα και ήπλωσεν επί των γονάτων της το έν μετά το άλλο τα περιεχόμενα.
Όχι, όχι Μουζαφέρ, εφώναξεν ο Κουλούφ ακούοντάς του από μακρόθεν· εσείς ματαίως κοπιάζετε εις το να διπλώνετε την πληρωμήν και αν μου δώσετε και δέκα χιλιάδες φλωριά, εγώ δεν θέλω λύσει ένα δέμα έτσι άγιον, και που κανείς δεν ημπορεί να με βιάση να λυθώ από ένα δεσμόν που οι νόμοι τον διαφεντεύουσιν.
Και συγχρόνως εναπέθετεν εις τον κόλπον μου μικρόν δέμα περιέχον όσα κοσμήματα είχε δυνηθή να περισώση. Την ενηγκαλίσθην και εφίλουν τον λαιμόν της και έλεγα•― Όχι, όχι, όλοι ομού θα σωθώμεν.... Εκεί, με ήρπασεν εκ του βραχίονος ο πατήρ μου. ― Πήγαινε με τας αδελφάς σου. Ερχόμεθα κατόπιν ημείς. Η λέμβος ήτο ήδη πλήρης, αι δε αδελφαί μου εκάθηντο εντός αυτής.
— Κάθισε ολίγον έξω εκεί εις την πέτραν, παππά μου, να ιδώ πρώτα τι γίνεται μέσα ο άμοιρος αυτός. Ο ιερεύς υπήκουσε σιωπών. Έλαβε το δέμα εκ του κόλπου του, το έλυσε με τας χείρας τρεμούσας ολίγον, έθεσε το περιτραχήλιον με τα εν αυτώ επί της πέτρας, απέθεσεν εκεί και το καλυμμαύχιον του, και με γυμνήν την κεφαλήν, τας χείρας σταυρωμένας επί του στήθους, επερίμενεν όρθιος τον γέροντα.
Ετραβήχτηκε σιγά σιγά από την συντροφιά και μέσα στης νύχτας το σκοτάδι έγεινε άφαντος. Το πρωί ο καλόγερος δεν ήτανε στο Μοναστήρι· επήρε το φτωχικό του δέμα κ' έφυγε· έφυγε γρήγορα, γρήγορα, να μην τον ιδούν, σαν να τον έδιωχταν! Δεν ήθελε ν' αντικρύση πλιο το μασκαρένιο πρόσωπο του υποκριτή.
Παραδείγματος χάριν οι Καρχηδόνιοι έχουν το εξής νόμισμα• εις μικρόν δέμα είναι κάτι τι δεμένον του οποίου το μέγεθος είναι όσον το νόμισμα του στατήρος• τι δε είναι το δεμένον, κανείς δεν ηξεύρει παρά οι κατασκευάζοντες• έπειτα μεταχειρίζονται τούτο καλά σφραγισμένον ως νόμισμα και όστις έχει πλείστα από ταύτα, ούτος φαίνεται ότι έχει πλείστα χρήματα και ότι είναι πλουσιώτατος• αν δε κανείς από ημάς ήθελεν έχει πλείστα τοιαύτα, θα ήτο ως να είχε πέτρας πολλάς από το όρος και δεν θα ήτο πλουσιώτερος.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν