Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 5 Μαΐου 2025
Βλέποντας τον ογλήγορον φθαρμόν που έκαμα του πλούτου μου, και εντρεπόμενος να φανώ εις τους γνωρίμους μου και φίλους μου εις δυστυχισμένην κατάστασιν, απεφάσισα να φύγω από εδώ, και να υπάγω όπου η τύχη μου με ήθελε ρίξει· και ούτως αποφασίζοντας ανταμώθηκα με ένα καραβάνι, που επήγαινε διά την Αίγυπτον, και εμίσευσα με κάμποσα αργύρια, που μου είχαν απομείνει· και περιπατώντας εφθάσαμεν εις το Μουσούλ, και από εκεί εις την Δαμασκόν και γυρίζοντάς την έρημον της Αραβίας και το βουνόν Φαρά, εφθάσαμεν εις την Αίγυπτον.
Την ερχομένην ημέραν, μη έχοντας ησυχίαν από τον έρωτα, εξαναπήγα διά να την ματαϊδώ, όμως δεν έτυχα του ποθουμένου, και γυρίζοντας την άλλην ημέραν εστάθηκα πλέον ευτυχισμένος, επειδή την είδα εις το ίδιο παραθύρι.
Έμεινε σκυμμένος στη φωτιά με φουσκουμένα μάγουλα, με το στόμα του σουφρουμένο γυρίζοντας τα μάτια του κατά τις κάννες των τουφεκιών που λαμποκόπαγαν στη φάκλα της φωτιάς.
Η Φατμέ εκατανύχθη πολλά εις την θλίψιν του γέροντος η οποία ήτον φυσικά πολλά καλή, και γυρίζοντας προς αυτόν είπεν· Αφέντη παύσε που να λυπάσαι· το κακόν σου δεν είνε χωρίς ιατρειάν· μη στοχάζεσαι τα πρώτα λόγια τη αδελφής μου η οποία δεν ηξεύρει το τι της γίνεται· ο καιρός θέλει της μεταβάλλει την βουλήν· εσύ αλήθεια, δεν είσαι νέος· μα εγώ σε πιστεύω ότι είσαι ένας χρήσιμος άνθρωπος· η αγάπη σου και η επιμέλεια σου θέλουν την κάμει τέλος πάντων απαλήν και συγκαταβατικήν· ημείς θέλομεν σε υπακούσει, και θέλομεν σε ακολουθήσει.
Από τις αθάνατες κορφές του Βελουχιού, που χάνουνταν πέρα μέσα σε μολυβένια σύγνεφα, κατέβαιναν κι έπεφταν στον κάμπο, έσχιζαν τους δρόμους μπλούκια, μπλούκια, οι βλάχοι με τις φαμελιές τους φορτωμένες τα βυζασταρούδια τους, τα ρούχα τους και τις σκάφες τους γυρίζοντας τόρα στα χειμαδιά τους με κατακόκκινα μάγουλα, κι ολόδροση θωριά, καλοθρεμμένοι στα κρύα νερά των βουνών όλο το καλοκαίρι.
Με αντίκοψεν ευθύς εδώ ο νέος, και γυρίζοντας προς τον Κατήν λέγει· Αφέντη, ήξευρε πως αυτός έχει προητοιμασμένον ένα μύθον· αυτός θέλει σου διηγηθή πράγματα παράξενα, να μη τον πιστεύσης. Σιώπα εσύ, του λέγει ο Κατής, θέλω να τον ακούσω. Μίλησε, μου λέγει· και σε βεβαιώνω πως θέλω κάμει δικαιοσύνην.
Ετούτη η διήγησις επλήθυνε τον θαυμασμόν του βασιλέως, ο οποίος δεν ημπορούσε να καταλάβη πώς ένα τέτοιον όνειρον έφερε την θυγατέρα του εις μίαν τόσην σκληράν απόφασιν και γυρίζοντας προς την Σουλταμεμέ λέγει.
Σιμά όμως εις τους άλλους επνίγη και ένας πραγματευτής νέος από την Βαβυλώνα, ονομαζόμενος Σεβάχ ο θαλάσσιος, του οποίου έχω και διαφόρους πραγματείας, ιδού παρούσας με το όνομά του σημειωμένας και έχω σκοπόν να τας πουλήσω και όσα μετρητά πιάσω, γυρίζοντας εις την Βαβυλώνα, θέλω τα εγχειρίσει εις τους συγγενείς του.
Κι' αυτός έβαλε τα τρία ψωμιά στο σακκούλι του, φίλησε το χέρι τ' αφεντικού του κι' έφυγε, γυρίζοντας στον τόπο του, στη γυναίκα του, και στο σπίτι του. Στο δρόμο ανταμώθηκε με μια μεγάλη συνοδεία. Έκαναν δύο — τρεις μέρες δρόμο, όταν σ' ένα μέρος τους λεν ότι τους καρτερούσαν οι κλέφτες να τους πιάσουν.
Έπειτα τον ξαναβάζει στο σπητάκι του, και γυρίζοντας κατά τη συστάδα λέει με δυνατή φωνή: «Πουλιά του δάσους που τόση χαρά μου φέρατε με τα κελαδητά σας, σας αγαπώ και σας χαιρετώ. Ενώ ο άρχοντάς μου Βασιληάς Μάρκος θα καλπάση για τον Άσπρο Κάμπο, εγώ θα μείνω στον πύργο του Σαιν-Λουμπέν. Πουλάκια, ελάτε κοντά μου κι' εκεί. Πλούσια θα σας ανταμείψω απόψε, σαν καλούς τραγουδιστές που είστε».
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν