Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 16 Ιουνίου 2025


ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Μας είπε πως θέλει να παντρέψη την κόρη του με το γυιό του κυρίου Διαφουαρούς· εγώ του είπα πως είνε καλή αυτή η τύχη, αλλά νομίζω πως θάταν καλύτερα να την βάλη σ' ένα μοναστήρι. Βρίσκω μάλιστα πως έχει και δίκηο. ΑΡΓΓΑΝ Όχι! την πιστεύεις, αγάπη μου; αυτή είνε κακούργα! Μου εξεστόμισε χίλιες αυθάδιες. ΜΠΕΛΙΝΑ Ναι, ναι, σε πιστεύω, αγάπη μου.

Κ’ έχεις ακόμη να πης για τους αθλίους πόσα στην πόλη κάμανε κακά και πόσα και στα τάγματα όλων των ξένων που πάθαινε στον πόλεμο τόση φθορά. Δυστυχισμένη που τους εγεννούσε, μες σ’ όλες τις γυναίκες όσες μαννάδες λέγουνται παιδιών, που πήρεν άντρα το δικό της γυιό, και γέννησε αυτούς που τέτοιο τέλος τους βρήκε, να σκοτώσουνε ο ένας τον άλλο με χέρι αδερφικό.

Κράζει τότε ο Αλήπασσας τον Καραϊσκάκη και θυμωμένος του λέει·Τι έκαμες, ωρέ Παλιόγυφτο, 'σ το γυιό το δικό μου; — Τίποτα, πασσά μου, λέει ο Καραϊσκάκης. Δεν τόθελα. Τότε πέρναγε ο γυιός σου ο Μουχτάρ πασσάς και θύμωσε. Τι φταίω 'γώ, ο μαύρος; . . . Ο Αλήπασσας έσκασε τα γέλοια. — Πώς έκαμες, ωρέ μπίρο μ'; Κάμε το πάλε, ωρέ! — Έτσι, πασσά μου . . .

Πες στη μητέρα μου να προσεύχεται για το γυιό της και ακόμη πως της ζητώ συγχώρηση για κάθε λύπη που της επροξένησα. Αυτή ήταν η τύχη μου, να δίνω λύπη σ' εκείνους που έπρεπε να δώσω χαρά. Έχε γεια, πολυαγαπημένε μου φίλε! Έχε όλη την ευλογία του Θεού! Χαίρε».

ΧΟΡΟΣ Τον είδα, έχει γεννηθή• είν' ένα παλληκάρι ο νηός, όπου του έδωκε για γυιό του ο Λοξίας. ΧΟΡΟΣ Την ώρα που άνδρας σου απ' το ναό θα βγαίνη, αυτός, που πρώτον ήθελε μπροστά του απαντήση, θα είν' ο γυιός που ο θεός Λοξίας τούχει δώση. ΚΡΕΟΥΣΑ Αλλοίμονο μου! άτεκνη, άτεκνη εγώ θα μείνω, κι' ωρφανεμένο κ' έρημο θα κατοικήσω σπίτιόλη μου τη ζωή.

Αισθάνομαι ό,τι θα αισθανόταν ένας που θα ξαναγύριζε στο κατακαμμένο, το κατεστραμμένο φρούριο, που κάποτε ένας ακμαίος ηγεμών το οικοδόμησε, και το εστόλισε με όλα τα δώρα της πολυτελείας και πεθαίνοντας το άφησε μαζί με πλήθος ελπίδες στον αγαπητόν του γυιό. 3 Σεπτεμβρίου.

— Ε! και τι να κάμη, σα σας ακούω και σας! έκραξεν ανυπόμονος ο Αλέξανδρος ο Κονόμος. Μπορεί να μνουχίση τον γυιο του; — Καλλίτερα να τον πανδρέψη, είπεν ο παπάς. Έχουμε κορίτσια στο χωριό. Πώς σας φαίνεται η ανηψιά μου, η Ουρανίτσα του Θωμά Κουμπή; — Καλή και άξια, είπεν ο καπετάν Πέρρος. — Καλά θα τον πανδρέψω, είπεν αποφασιστικός ο κυρ Δημητράκης. Σου δίνω τον λόγον μου, παπά μου.

Εγώ ετοιμαζόμουν να φύγω• ο δε Ευκράτης εστράφη και εφαίνετο ότι δεν ήξευρε τι να κάμη• αλλ' επειδή με είδε πολύ σκυθρωπόν, μου είπε• Έλα μέσα και συ, Μίκυλλε, να φας μαζή μας. Θα πω στο γυιό μου να πάη να φάη με τη μητέρα του στο γυναικωνίτη, για να γίνη θέσις για σένα.

Μα ο Θεός μας, ο δικός μου ο Θεός που δεν πιστεύεις συ, τον Γυιο του έστειλε ανάμεσό μας κι' αυτός μας είπε ν' αγαπάμε όποιον μας μισεί και αν μου δώσης ένα ράπισμα εσύ, εγώ να σου γυρίσω και το μάγουλο το άλλο. Στην καρδιά μου σκέψι να μη βάλω για τίποτε κακή! Να έχω θέλησι καθώς το πρόβατο λευκή.

Όσοι γεννιούνται δε θα πεθάνουν όλοι μια μέρα; Ας παρακαλούμε μόνον να πέρνη ο Θεός τους πεθαμένους και να φυλάη τους ζωντανούς!... Αλλά κείνη δεν ήθελε ν' ακούση. Τρεις μέρες περίμενε, θέλοντας να πάη με τον αγαπητό της κύριο. Την τετάρτη, γέννησε ένα παιδί, ένα γυιό. Τον αγκάλιασε. «Παιδί μου, του είπε, πολύν καιρό είχα επιθυμία να σε ιδώ.

Λέξη Της Ημέρας

στάθη

Άλλοι Ψάχνουν