Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 5 Ιουνίου 2025


Θαρρώ πως έκαμα καλά να μη σου το 'πω, έκαμες και συ καλά να μην επιμείνης· ύστερα ύστερα, τι δικαίωμα έχομεν ημείς οι καταφρονεμένοι οι Γύφτοι να τα βάζωμεν με τον κόσμον; Να που ήρθεν έτσι, και ηθέλησε να με κατηγορήση εκείνη η γρηά, είπεν η Αϊμά στενάζουσα. — Και το δέχεσαι, αδελφή μου; είπεν ο Μάχτος. — Δεν το δέχομαι, αλλά το υποφέρω.

Έτρεξεν η Φωτεινή και έφερε την στάμναν γεμάτην έως εις την θύραν αλλ' η γρηά δεν εφάνη με τούτο ευχαριστημένη. — Έμβα και μέσα, της λέγει· κύτταξε πώς είνε άνω κάτω η καλύβα μου!

Καμπόσων ανθρώπων τη ζωή και τα πάθια τάπαιρνε «κουτουριάρικα», και τάχε σχεδόν μονοπώλιο, η γρηά Μορισίνα. Εκείν' η παροιμία που ακούσαμε απ' το στόμα της: «Τρεις οπ' σ' έχω...κτλ.», ήτον μόνο συνέχεια χωρίς τέλος. Ένα χρόνο πριν, όταν είχε γείνη ο αρρεβώνας, του ίδιου ταντρόγυνου, είχε 'πή: «Τα όρνια παντρεύουνται, και τα στοιχειά βλογιούνται.... »

Την είδε δύο φοραίς με τα μάτια της η γρηά Παντελού, και ο υιός της ο Γιάννης, και διάφοροι άλλοι γείτονες.

Και η γρηά η βασίλισσα, που είχε τα μεγαλύτερα μαργαριτάρια που βρίσκονται στη γη, το λάτρευε περισσότερο απ' τους θησαυρούς της και νανουρίζοντάς το σαν ήτανε μικρό στην κούνια τη χρυσή του, άπλωνε στο κορμάκι του τα μαργαριτάρια της και τούλεγε: «Σα μεγαλώσης με το καλό και πάρης την κορώνα του πατέρα σου και πάρης και βασιλοπούλα όμορφη γυναίκα στο πλευρό σου, δικά σου είναι τα πλούτη κ' οι θησαυροί μου, και τούτα τα μαργαριτάρια, που δε βρίσκονται παρόμοια στη γη, θαστράψουν πάλι σε χαρές και ξεφαντώματα στον άσπρο το λαιμό της νέας βασίλισσας». Κι' άπλωνε τα μαργαριτάρια στο κορμάκι του και το νανούριζε γλυκά.

Αν τ' αφέσης, της απαντά η γρηά, όλα αυτά τα αθώα και εργατικά ζωύφια, τα οποία πνίγονται τώρα εκεί, θα ψοφήσουν έως το βράδυ....

Δεν τα φοβούμαι τα στοιχειά εγώ, θεια Μαχώ. Ο Φάλκος ήνοιξε την θύραν. Ο Σταμάτης εφάνη εις το χάσμα της θύρας, συνοδευόμενος από την γρηά Φαλκίτσα, την μάμμην του και μάμμην του Φάλκου, μητέρα δε της Μαχώς. Η γρηά Φαλκίτσα, κοντή και κυρτή συμμαζωμένη, έβλεπε καλά την νύκτα, καθώς έκυπτε προς την γην, είχε γερά πόδια, κ' επάτει με βήμα ελαφρόν. Ο Σταμάτης αφήκε κραυγήν θριάμβου.

Σήμερα είμαι ο κοινός κι' ο αλάθευτος προφήτης. Σήμερα ξέρω εκείνα που οι άλλοι τρέμουν να τα πουν. Ωραία κοπέλλα, στην άσπρη αυγή του γέλιου σου βλέπω τον Άδη των δοντιών που θα λείψουν. Ωραία γυναίκα! Στο μουσικό περπάτημά σου βλέπω την ποδάγρα που θα σε βυθίση στην πολυθρόναόταν σαλεύοντας το κάτω σαγόνι, πολύ γρηά, θα παραπονιέσαι χωρίς ν' ακουστής. Έφηβε!

Αφού είδε κι' αποείδε, η γρηά Μορισίνα, ότι καμμιά δουλειά, κανένα έργο, ό,τι κι' αν είχε καταπιαστή, δεν της εβγήκε σε καλό τέλος, στα υστερνά της βάλθηκε κι' αυτή ν' αποσάνη της κουβέντες, τα μαντάτα, και της δουλειές των αλλονών. Κ' επέρναε τον καιρό της να κρένη και να ξεστομίζη σκόλια για κάθε τι. Η μεγαλείτερη δουλειά της ήτον να λέη τραγουδάκια, να βγάζη παραγκόμια για τον καθένα.

Εκεί, αφού ελειτουργήθησαν εις τον Πύργον, όπου ήτο παλαιόν σεβάσμιον παρεκκλήσι του Αγίου Ιωάννου του θεολόγου, εστρώθησαν εις την βρύσιν της Αβρακής, ολίγον ανήφορον υψηλότερα, εις τ' άνω του ρεύματος, κ' έφαγαν εκεί ένα πετεινόν ψημένον στην σούβλαν, κ' ήρχισαν να λέγουν το άσμα. Εκεί κατά περίεργον σύμπτωσιν παρουσιάζεται η γρηά Μανιά.

Λέξη Της Ημέρας

αρματώση

Άλλοι Ψάχνουν