United States or American Samoa ? Vote for the TOP Country of the Week !


την λαμπρήν Πύλον έφθασαν, την πόλι του Νηλέα• και αυτού κατάγιαλα ο λαός θυσίαν ετελούσε, 5 ταύρους ολόμαυρους σφαγή του γλαυκοχαίτη σείστη. έδραις αράδα ήσαν εννηά, κάθονταν πεντακόσοι εις καθεμιά, κ' εις καθεμιά σφάζονταν εννηά ταύροι. τα σπλάγχνα τούτοι ως να γευθούν και τα μεριά να κάψουν προς τον θεό, κείνοι έμπαιναν•το ισόμετρο καράβι 10 όλα εμαζώξαν τα πανιά, τ' άραξαν και άμ' εβγήκαν. εβγήκε και ο Τηλέμαχος και ωδήγα τον η Αθήνη• του πρωτομίλησ' η θεά, η γλαυκομμάτ' Αθήνη•

Θαύμασε αυτή κ' εγύρισετο δώμα, ότι τον λόγον του τέκνου της τον φρόνιμον εδέχθητην καρδία. 355 και με ταις κόραις έφθασε 'ς τ' ανώγι, αυτού να κλαίη πικρά τον Οδυσσέα της, ως ότου γλυκόν ύπνοτα βλέφαρά της έχυσεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη.

Τότε η θεά του απάντησεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη. «Άθλιε, καιμικρότερον φίλον καθείς θαρρεύει 45 θνητόν και οπού βουλεύματα τόσο πολλά δεν ξεύρει· αλλ' εγώ είμαι αθάνατη θεά, 'που σε φυλάσσω πάντοτε εις κάθε αγώνα σου· κ' ιδού τι σου κηρύττω· κ' εάν τους δυο μας έζωναν θνητών ανθρώπων λόχοι πεντήκοντα, με ορμή πολλήτον φονικόν αγώνα, 50 και αυτών ακόμη θα 'παιρνες τα βώδια και τ' αρνία. κοιμήσου τώρα· είναι βαρύ πολύ να ολονυκτήσης άγρυπνος· και από τα δεινά να βγης δεν θέλει αργήσης».

Αυτά 'πε καιτα υπέρλαμπρα τ' ανώγι' ανέβη εκείνη, 600 όχι μόν', η θεράπαιναις σιμά την συνωδεύαν· και αφού 'ς τ' ανώγι ανέβηκεν εκείνη με ταις κόραις, τον ποθητόν της έκλαιεν, ως ότου γλυκόν ύπνοτα βλέφαρα της έχυσεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη. Ραψωδία Υ

Κ' εκείνητα περίλαμπρα τ' ανώγια της ανέβη, κ' έκλαιε τον Οδυσσέα της, ως ότου γλυκόν ύπνο 450τα βλέφαρα της έχυσεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη.

Τότε η θεά τ' απάντησεν, η γλαυκομμάτ' Αθήνη• «Όχι, εδώ πλειά μη με κρατής, τι βιάζομαιτον δρόμο• 315 και δώρον, όποιον η καρδιά σου λέγει να μου δώσης, όταν γυρίσω δόσε μου, 'ς το σπίτι να το πάρω, πανεύμορφο, και ανταμοιβή θ' αξίζη προς εσένα».

Κ' εις αυτόν είπεν η θεά, η γλαυκομμάτ' Αθήνη• «Γέροντα φίλε, ωμίλησες ορθά, και καλόν είναι εσέ τώρα ο Τηλέμαχος 'ς ό,τ' είπες να υπακούση.

Τότε της έβαλετον νουν η γλαυκομμάτ' Αθήνη, της Πηνελόπης φρόνιμης του Ικαρίου κόρης, εις τους μνηστήραις να φανή, 'ς τον πόθο τους αέρα 160 να δώση μεγαλήτερον, και σεβαστή να γείνητον άνδρα της και τον υιόν, καλήτερ' από πρώτα. κ' έκαμε γέλοιον άκαιρο κ' είπε της Ευρυνόμης• «Θέλ' η ψυχή μου ό,τι ποτέ δεν θέλησ', Ευρυνόμη, εις τους μνηστήραις να φανώ, και ως είναι μισητοί μου• 165 και λόγον χρήσιμον να ειπώ τον τέκνου μου εποθούσα. να μη σιμόνη πάντοτε τους προπετείς μνηστήραις• εκείνοι λέγουν εύμορφα και ολέθρια κρύβει ο νους των».

Πλησίασε και του 'λεγεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη· «Αρκεισιάδη, φίλε μου και πολυαγαπημένε, συ της γλαυκόμματης θεάς και του Διός ευχήσου, και τίναξε και ακόντισε το μακρυό κοντάρι».

Αυτά 'πε και αναχώρησεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη, 'ς τον Όλυμπο, την άσειστη των αθανάτων έδρα• δεν την τινάζουν άνεμοι, μήτε βροχή την δέρνει, μήτε χιονιά σιμόνει αυτού, μόν' άπειρη γαλήνη ανέφελη και λευκό φως ολούθε είναι χυμένο• 45 κει μέσα οι μάκαρες θεοί τέρπονταιτον αιώνα. και αυτού πήγε, αφού δίδαξε την κόρη, η γλαυκομμάτα.