Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 13 Μαΐου 2025
ΧΑΡ. Εύγε, Κλωθώ γενναία• κόπτε κεφαλάς και ανασκολόπιζε, διά να εννοήσουν ότι είνε άνθρωποι• ως τόσω δε ας υψηλοφρονούν διά να πέσουν από υψηλότερα και να αισθανθούν περισσότερον πόνον εις την πτώσιν των. Εγώ θα γελάσω τότε που θα βλέπω ένα έκαστον εξ αυτών γυμνόν εις το πλοίον μου και ούτε παρφύραν, ούτε τιάραν, ούτε θρόνον χρυσούν θα έχουν. ΕΡΜ. Τέλος πάντων η τύχη αυτών θα είνε τοιαύτη.
Χι, χι, χι, χι, χι. ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Λύσσα με πιάνει. ΝΙΚΟΛΕΤΑ Σας το ζητώ για χάρι, κύριε, σας παρακαλώ, αφήστε με γελάσω. Χι, χι, χι. ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Θα σε πιάσω... ΝΙΚΟΛΕΤΑ Μα, κύριε, θα σκάσω αν κρατηθώ. Χι, χι, χι. ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Μα ξανάγινε άλλο τέτοιο εξωλέστατο υποκείμενο, να γελάη μπροστά μου με τόση αυθάδεια, αντί να περιμένη τας διαταγάς μου; ΝΙΚΟΛΕΤΑ Τι θέλετε να κάνω, κύριε;
Όταν με έβγαζαν έξω, μου έφερε φρίκην η ιδέα ότι θα με κυτάζουν, διότι ήξευρα ότι έμελλαν να με απορρίψουν ωσάν να ήμην κακούργος ή απατεών. Μιαν φοράν με έδωκαν εις μίαν πτωχήν γραίαν διά ημεροκάματον. Αλλά δεν ημπορούσεν έπειτα να με ξεφορτωθή, διότι κανείς δεν με ήθελε, και η γραία με εσιχαίνετο.» Κάποιον πρέπει να γελάσω, έλεγε.
Η υπηρέτρια που μ' άκουσε κάτι να μουρμουρίζω, κοντοστάθηκε και ξαναείπε δειλά: — Μη βιάζεσαι, αφέντη. Αυτός, που σε γυρεύει, δεν είνε και πολύ κύριος... Δε βρήκα ούτε τη δύναμι να γελάσω. Πέρασα βιαστικά τα ρούχα μου και βγήκα στο γραφείο. Προτιμούσα να με είχε ξυπνήσει ο χαλασμός του κόσμου, απ' το υποκείμενο, που παρουσιάστηκε πρωί-πρωί, μπροστά στα μάτια μου. — Εδώ είμαστε πάλι!
Υπείκων εις τας προτροπάς της μητρός του, ενυμφεύθη ενωρίς, λαβών ως σύζυγον νέαν ωραίαν μεν, αλλ' ασθενή τον οργανισμόν, μεθ' ης συνέζησε τρία έτη. Εις το τέλος του πρώτου έτους, η γυναίκα του έκαμ' ένα κοριτζάκι και δεν εμπορώ να το ενθυμηθώ χωρίς να γελάσω, ότι μετά τον τοκετόν, καλώς εχόντων των πραγμάτων και χωρίς κανείς να το περιμένη, ο φίλος μου έπεσε λιπόθυμος!
Η γυναίκα του, που ήτον παρούσα, έμεινεν εκστατική, και λέγει του ανδρός της· ειπέ μοι διατί γελάς τόσον διά να γελάσω και εγώ; Αυτός της απεκρίθη· φθάνει σου τόσον, το να με ακούης να γελώ. Εκείνη του είπεν· όχι, θέλω να μάθω και την αφορμήν.
Την φοράν ταύτην ηδυνήθην άνευ προσποιήσεως να γελάσω διά τους φόβους του, βοηθούντος μάλιστα και του φωτός της ημέρας. Έσβυσα τον λύχνον και ήνοιξα το παράθυρον διά να εισέλθη εντός του δωματίου ο καθαρός αήρ της αυγής και αι χαρμόσυνοι ακτίνες του ανατέλλοντος ηλίου. Ο άνεμος είχε κοπάσει, ο δε ουρανός ήτο αίθριος. Ήτο μεγαλοπρεπής και ωραία η εκ του παραθύρου θέα!
Και ο Σιμμίας, αφ' ού εγέλασεν, είπε· Μ' έκαμες να γελάσω, μα τον Δία, ω Σώκρατες, εν ώ τώρα μάλιστα δεν είχον καμμίαν όρεξιν να γελάσω.
Η θέσις μου ήτο, το ομολογώ, ικανώς αλλόκοτος και πας γνώριμός μου θα εδικαιούτο να γελάση βλέπων με την ώραν εκείνην εις το βάθος ερήμου κοιμητηρίου, συμπίνοντα με νεκροθάπτην υπό το φέγγος νεκρικής κανδήλας. Εγώ όμως ουδεμίαν είχα όρεξιν να γελάσω κατεχόμενος υπό αδιηγήτου αθυμίας.
Δι' αυτό εκάμαμεν τον ορισμόν μακροσκελέστερον και ωρισμένως δεν εδώσαμεν τέλος εις τον λόγον, αλλά χωρίς να σε γελάσω ο λόγος μας ομοιάζει μεν με εικόνα εις το σχέδιον ολόγυρα, αλλά δεν έλαβε ακόμη με τας βαφάς και με την ανάμιξιν των χρωμάτων την ζωηρότητά του.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν