Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 22 Μαΐου 2025


Φέρε από μέσα τίποτε. Αφού πεινάτε, να σας ετοιμάσωμεν ένα μικρό goute. Κα Μ ε μ ι δ ώ φ Ω Θεέ μου! θα σκάσω. Αυτά είναι η λατρείες της..., η θρησκείες της• τσαρλατάνα! Μ' αυτά και μ' αυτά τον εξετρέλλανε. Να ιδούμε η θρησκεία της ως πότε θα την βοηθήση. Εδώ μητέρα μου βρίσκεται πάντα του πουλιού το γάλα. Θα φάμε περίφημα. Γιατί και εγώ με της συγκινήσεις της σημερινές είμαι νηστικός.

Ω! καλλίτερον να μη ζήση να ίδη και άλλην μίαν τοιαύτην ημέραν. Ευτυχώς η Σμαράγδω, η κουμπάρα της Γαλανής, ήξευρε το γίτιο. Έρριψε τρία ανημμένα κάρβουνα εις ένα ξυλοκάνατο, πλήρες πηγαίου και καθαρού νερού είπεν ολίγα λόγια, το εσταύρωσε τρις κ' επότισε μ' αυτό τας κατσίκας. Τόρα το γάλα των επέστρεψε· τα κατσικάκια έπιασαν πάλιν το μαστάρι κ' εσώθησαν. Η γρηά ήτο ήσυχος, ησυχωτάτη ήδη.

Και όμως, είμαι της Ανατολής το διαλεχτό μαργαριτάρι κι' έχω εδώ στο στήθος μου ένα ζευγάρι καρπών, να σου δροσίζουνε όταν διψάς το στόμα, και λες με γάλα κι' από μέλι ζυμωμένο είνε μου το σώμα. Η Κλεοπάτρα της Αιγύπτου μια βασίλισσα από ράτσα, δεν είχε καθώς τα δικά μου χέρια και τα μπράτσα.

Μα ο υποναύκληρος τόρα με την παλαιά του συνήθεια, εσηκώθηκε Ποσειδώνιος και αλύγιστος, τα μάτια του εσπιθοβόλησαν από θυμούς και φοβερίσματα και με την αρβανίτικη προφορά του κομματιαστή και βαρειά και συρμένη εγύρισε και είπε: — Μωρέ, άιντε πορ!.. Εσείς να πάτε να βυζάχτε γάλα κ' ύστερα ναρθήτε να μιλήστε μεταμένα.

Μαυρίζουν τα μαντρόσκυλα που τρώνε τους διαβάτες, Έρχονται πρόθυμοι σιμά, πινάκι γάλα φέρνουν Και για την πέτρα θλιβερό τέτοιο αρχινάνε μύθο. Όλοι αγαπούν της τάξης τους ανύπαντρα κοράσια, Μα ο Λάμπρος, πιστικός φτωχός και τσέλιγγα κοπέλι, Πήγε κι' αγάπησε ο ζαβός τ' αφέντη του την κόρη, Την κόρη την μονάκριβη, τη Χρύσω την πανώρια.

»Και τώκοβαν το αίμα.» σ. 222 Φράσις εμφαίνουσα την νευρικήν κατάπτωσιν ήτις προέρχεται ένεκα φόβου αιφνιδίου. Πιστεύεται δε υπό του λαού ότι επί τοιούτων περιστάσεων το αίμα αποσυντίθεται. Το αυτό ρήμα εν χρήσει επί γάλακτος αποσυντεθειμένου. « Έκοψε το γάλα. » Βλέπει πασπρογαλιάζει. σ. 222

Δε βαστάω πια την ξενιτειά». Οι γυναίκες κερώσανε. «Βρε αμάν, βρε ζαμάν, του λέει η παπαδιά, εδώ παλληκάρια και παλληκάρια, ντουνιάς ολάκερος στη θάλασσα είδε χαΐρι και προκοπή. Κάνανε βιος και υπόληψη και πλεούμενα δικά τους και του πουλιού το γάλα, ταγαθά του Θεού γεμίσανε το σπίτι τους.

Μίαν ημέραν προ της Παραμονής, επανελθών ο Μανώλης εκ Ζαγοράς με κάστανα και μήλα, ανέβη να χαιρετίση την μητέρα του, να της κάμη μετάνοιαν, να λάβη την ευχήν της, να μεταλάβη τα Χριστούγεννα, καθώς τον εσυμβούλευσε και ο πνευματικός του. Και έρριψεν εις την ποδιάν της ολίγα αργυρά κέρματα. Αλλ' έντρομος η γραία τα ετίναξε πέραν, ως να ήσαν οφείδια. — Ας μη μ' άφινες να πιω το γάλα της!

Συνεπαρμένος από την επιτυχία του ο τυφλός ζωήρεψε, σηκώθηκε, διηγήθηκε την ιστορία της Θάμαρ με τις πίτες. Οι βοσκοί γελούσαν δίνοντας μεταξύ τους και καμιά αγκωνιά. Έφεραν γάλα, ψωμί και έδωσαν και μερικά κέρματα στον τυφλό.

Λέξη Της Ημέρας

βασιλικώτερα

Άλλοι Ψάχνουν