United States or Guam ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αυτό θα παραδεχθώμεν ως βάσιν του ορισμού μας, ή έχεις καμμίαν άλλην γνώμην; Ευθύφρων. Αυτή η βάσις, την οποίαν θέτεις, μου φαίνεται ότι είναι ορθή. Σωκράτης. Πρόσεξε τώρα εις το εξής. Εάν βέβαια το ευσεβές είναι ένα μέρος μόνον του δικαίου, πρέπει τώρα ημείς, καθώς νομίζω, να εξετάσωμεν ποίον ακριβώς μέρος του δικαίου ημπορεί να είναι το ευσεβές.

Σωκράτης Έτσι λοιπόν να υποθέσωμεν ότι αυτός ήθελε να εκπαιδεύση τον υιόν του, με την σοφίαν όμως εκείνην, την οποίαν αυτός είχε, τίποτε από τα περί αυτόν δεν ήθελε να κάμη καλύτερον, αν βέβαια η αρετή ηδύνατο να διδαχθή; Άνυτος Μα τον Δία, ίσως όχι.

Θέλω να σας αναφέρω ένα παράδειμα. Μ' αποκρίθηκε πολύ φυσικά· «Και βέβαια, αφεντικό, έτσι είναι το σωστό, αφού λέμε viande cuite: puisqu'on dit viande cuite». Στην εποχή που μορφώνουνται οι γλώσσες, τέτοια λάθη κάμνουν όλοι. Η γλώσσα που έγραψαν ο Πλάτωνας κι ο Θουκυδίδης είτανε φορτωμένη με λάθη ακόμη πιο χοντρά.

ΠΑΡ. Τέχνη είνε, κατά τον ορισμόν τον οποίον έχω ακούσει από ένα σοφόν, άθροισμα γνώσεων αι οποίαι τείνουν προς ένα σκοπόν ωφέλιμον διά τον βίον. ΤΥΧ. Ο ορισμός είνε ορθός και καλά τον ενθυμείσαι. ΠΑΡ. Εάν λοιπόν έχη όλα αυτά η παρασιτική, τι άλλο δύναται να είνε παρά τέχνη; ΤΥΧ. Τέχνη βέβαια αν συντρέχουν αυτά.

Και ο μεν Κτήσιππος έμεινεν αναπολόγητος και εσιώπησεν· εγώ δε, με απορίαν μου και θαυμασμόν δι όσα ήκουσα, — Πώς λέγεις, τον ηρώτησα, Διονυσόδωρε; έχω πράγματι ακούση από πολλούς και πολλάκις να κάμνουν χρήσιν αυτού του συλλογισμού και πάντοτε τον εθαύμασα· διότι και η σχολή του Πρωταγόρα και άλλοι ακόμη αρχαιότεροι φιλόσοφοι τον μετεχειρίζοντο συχνά· εμένα πάντα μου εκίνησε τον θαυμασμόν, και μου φαίνεται ότι και όλους τους άλλους ανατρέπει και αυτόν τον ίδιον· ελπίζω όμως να με διδάξης εσύ καλύτερα από κάθε άλλον, ποίον είναι το αληθές περί αυτού. «Δεν ημπορεί κανείς να ειπή ψεύματα», αυτό είναι το νόημα του συλλογισμού· δεν είναι έτσι; αλλ' ή κατ' ανάγκην εκείνος που ομιλεί θα λέγη αλήθειαν, ή δεν θα ομιλή; — Αυτό είναι, απήντησεν ο Διονυσόδωρος. — Θέλουν να ειπούν με αυτό, ότι είναι αδύνατον κανείς να είπη ψεύματα, ημπορεί όμως να έχη ψευδείς δοξασίας; — Όχι, ούτε ψευδείς δοξασίας, μου απήντησεν. — Ώστε δεν υπάρχει καθόλου ούτε ψευδής δοξασία; — Όχι, — Ούτε αμάθεια επομένως, ούτε αμαθείς άνθρωποι· διότι τ' άλλο παρά τούτο, αν υπήρχε, θα ήτο η αμάθεια, να μην έχη κανείς ορθάς ιδέας περί των πραγμάτων; — Βεβαιότατα. — Αλλ' αυτό δεν γίνεται, είπα εγώ. — Όχι βέβαια. — Το λέγεις έτσι αυτό, Διονυσόδωρε, απλώς διά να γίνεται λόγος και να μας εκπλήξης με αυτήν την παραδοξολογίαν, ή πραγματικώς το πιστεύεις πως δεν υπάρχει κανείς αμαθής εις τον κόσμον; — Αλλ' απόδειξέ μας συ το εναντίον. — Αλλά είναι δυνατόν να γίνη αυτό, κατά τον λόγον σου, να αναιρέση κανείς έναν άλλον, αφού κανένας δεν λέγει ψεύματα; — Όχι, δεν είναι δυνατόν, είπεν ο ΕυθύδημοςΑλλά μήπως σου εζήτησα εγώ, επανέλαβεν ο Διονυσόδωρος, να αναιρέσης τον ισχυρισμόν μου; διότι ένα πράγμα που δεν υπάρχει, πως είναι δυνατόν κανείς να το ζητήση; — Ω Ευθύδημε, είπα εγώ, δεν εννοώ ακόμη κατά βάθος όλα αυτά ωραία και σοφά πράγματα· κάτι όμως άρχισα αμυδρώς να καταλαμβάνω.

Εγελάσαμεν διά την παράδοξον ταύτην ερώτησιν του Γεροστάθου και λαβών τις εξ ημών τον κλώνον, έσπασεν αυτόν αμέσως διά των δύο δακτύλων του. Τότε ο Γεροστάθης επήρεν εις την παλάμην του πολλούς κλώνους, τους οποίους αφού περιέδεσε διά λεπτού σχοινίου, μας ηρώτησεν αν δυνάμεθα να σπάσωμεν και το δεμάτιον τούτο. — Όχι βέβαια, απεκρίθημεν, πώς είναι δυνατόν να σπάσωμεν αυτούς, ηνωμένους όλους ομού;

Και τη δασκάλα την περιποιούνται οι χωριανοί, εξόν αν τύχει καμιά φανταγμένη, που δεν τους καταδέχεται, μόνο παραπονιέται αδιάκοπα για το κάθε τι και φορεί μεγάλα καπέλλα φτερωτά. Ο παπάς είναι χωριανός, σαν τους άλλους, με λίγα γράμματα. Σπάνια τον αλλάζουν, με την άδεια βέβαια πάντα και την ευλογία του Δεσπότη.

Όλοι βέβαια οι άνθρωποι πιστεύουν ότι ο Ζευς είναι ο πλέον καλώτατος και πλέον δικαιότατος από όλους τους θεούς και όλοι ομολογούν ότι έβαλεν εις τα σίδηρα τον πατέρα του τον Κρόνον , διότι κατέπινε τα παιδιά του, χωρίς να έχη κανέν δίκαιον, και ότι εκείνος πάλιν ο Κρόνος ευνούχισε τον πατέρα του, τον Ουρανόν, εξ αιτίας άλλων τοιούτων εγκλημάτων, τα οποία είχε διαπράξει.

«Ο πάτερας σου ήτανε ταχυδρόμος και εγώ ταχυδρομικός σκύλος» είπεν ο Αγιόλας· «επηγαίναμε με την ταχυδρομικήν άμαξαν εκείθε και εδώθε και γνωρίζω και σκύλους και ανθρώπους πέρα από το βουνό. Δεν ήτο δουλειά μου να λέγω πολλά· τώρα όμως θα σου 'πω κάτι περισσότερον από άλλοτε, επειδή επί μακρόν χρόνον βέβαια δεν θα ομιλήσωμεν ο ένας εις τον άλλον.

Ποτέ βέβαια έως τώρα τουλάχιστον, ω Σώκρατες, απεκρίθη ο Σιμμίας. Αυτά τα ίσα πράγματα και η ιδία η ισότης δεν είναι λοιπόν έν και το αυτό πράγμα, είπεν ο Σωκράτης. Μου φαίνεται, είπεν ο Σιμμίας, ότι διόλου δεν είναι το ίδιον πράγμα. Αληθέστατα λέγεις, είπεν ο Σιμμίας. Βέβαια, απεκρίθη ο Σιμμίας. Βεβαιότατα, είπεν ο Σιμμίας. Αλλά τι είναι το εξής; Είπεν ο Σωκράτης.