United States or Guinea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πρέπει βέβαια να εκτελή. Σωκράτης. Και, καθώς είπαμεν, δεν είναι τούτο διάνοια; Ερμογένης. Βεβαιότατα. Σωκράτης. Ερμογένης. Έτσι μου φαίνεται. Σωκράτης. Τόρα λοιπόν τι άλλο μας μένει να εξετάσωμεν από τα όμοια; Ερμογένης. Αυτά τα οποία αναφέρονται εις το &αγαθόν& και &καλόν&, δηλαδή τα &συμφέροντα& και &λυσιτελή& και &ωφέλιμα& και &κερδαλέα& και τα αντίθετα αυτών. Σωκράτης.

Πολλά λοιπόν φαίνονται εις ημάς και από όσα ημπορούν να ευρεθούν δυσεύρετα και από όσα ημπορούν να γείνουν αδύνατα, συχνά ένεκα απειρίας, άλλοτε πάλιν ένεκα του ατελούς μας νου• διότι πραγματικά φαίνεται ότι ατελή έχει νουν ο άνθρωπος και ο γεροντότερος ακόμη, αφού βέβαια πολύ μικρά και σύντομος είναι η ζωή σχετικώς προς την αιωνιότητα.

Εσύ, μητέρα, νομίζεις ότι και στην Πετρούπολι ο κόσμος ζη με της κουσκουσουριές της Πόλης. Ότι σκοτίζουνται και περνούν τον καιρό τους με το πόσων χρόνων είναι η μία και τι έκανε και είπεν η άλλη. Ο λ γ ί ν α. Βέβαια, εκεί καταγίνονται με τα πολιτικά! Εκεί η γυναίκες γίνονται μηδενίστριες. Λ έ λ α. Εκεί η γυναίκες είναι άνθρωποι ανεπτυγμένοι, ελεύθεροι. Διαβάζουν, μελετούν, γράφουν, εργάζονται.

Και πιστεύω πως έ ν α ς άνθρωπος μπορεί ναξίζει περισσότερο από τα πλήθη των ανθρώπων: Μ' αρέσει ο άνθρωπος, δε μ' αρέσουνε τα πλήθη με τη χοντροκοπιά τους. Έχουν βέβαια δύναμη τα πλήθη, αλλά και ο ένας άνθρωπος έχει δύναμη πιο τρανή και πιο όμορφη. Δεν πίστεψα ποτέ πως οι μεγάλοι άντρες έπεσαν από τον ουρανό, ούτε πως ξέρουν «εξ αποκαλύψεως» μυστικά που δεν τα ξέρει το πλήθος.

Διότι, Πρωταγόρα, η σοφία του Προδίκου είναι σχεδόν θεία και παλαιά, η οποία ήρχισε βέβαια από τον καιρόν του Σιμωνίδου ή και ακόμη παλαιότερα.

ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ Πρωί πρωί, με το καλόν, την ερχομένην πέμπτην ένας γαμβρός ευγενικός και ζηλευτός, ο Πάρης, θα σ' οδηγήση απ' εδώ εις του Αγίου Πέτρου την εκκλησίαν, κόρη μου, καμαρωμένην νύμφην. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Α! Μα την εκκλησίαν του και μα τον Άγιον Πέτρον, εκεί εμένα βέβαια καμαρωμένην νύμφην ο Πάρης δεν με οδηγεί!

«Ηξεύρω βέβαια να υφαίνω· ολόκληρες σπιθαμές πανί ύφαινατο πλάι της γιαγιάς μου, κάθε καλοκαίρι, όταν ηρχόμεθα εδώ εις το χωρίο. . . μου εξήγησεν η γιαγιά μου και το παραμικρό του εργαλειού, είνε όλα τόσο εύκολα!

Λέγε τώρα, τι θέλεις να πης; — Το είπα. — Τι είπες; — Αυτό οπού είπα ίσα ίσα. — Ήγουν; — Ότι, αν ήμουν εις την θέσιν σου... — Ε, και τι; — Θα τα είξευρα όλα. — Πιστεύεις; — Και δεν θα μου διέφευγε τίποτε. — Αλλά πώς θέλεις να το κατορθώσω εγώ αυτό; — Δεν ειξεύρω. — Τότε μη λέγης. — Διαφέρει, αν ήμουν εγώ. — Θα το κατώρθωνες; — Βέβαια. — Με ποίαν τέχνην; — Δεν ειξεύρω. — Αλλ' όμως;

Έχει τόσα να φροντίση, ώστε δεν θα συλλογίσθη βέβαια και την Ματθίλδην . . . Ίσως την ζητήση αύριον, . . . και θα χαλάση πάλιν τον κόσμον διά το μυθιστόρημά της, αλλά . . . τέλος πάντων . . . Και επέρανε δι' ενός μειδιάματος τον συλλογισμόν του. Δεν ανησύχει και πολύ ο Μιμίκος, ως βλέπει τις, εκ των δυνατών συνεπειών του τολμήματός του.

Θεαίτητος. Βέβαια είναι ανάγκη να τα συλλογίζεται ή συγχρόνως ή εν μέρει. Σωκράτης. Έξοχα. Αλλ' άραγε το να συλλογίζεται το εννοείς όπως εγώ; Θεαίτητος. Συ πώς το εννοείς; Σωκράτης. Ως λόγον τον οποίον διηγείται μόνη της η ψυχή εις τον εαυτόν της δι' όσα πράγματα εξετάζει.