Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 24 Μαΐου 2025
Και πως σ' αυτόν τον πόλεμο με τόση αξιάδα αντρίκια, Στους Μπακακάδες ήφεραν τρομάρα τα Ποντίκια, Οπού ολίγο κόντεψε να τους απαφανίσουν, Και από το πρόσωπο της γης τελείως να τους σβύσουν 30 Ω Μούσαις, που κυττάζετε ψηλά οχ τον Ελικώνα, Και βλέπετε τον ίδρωτα και τον πολύ μου αγώνα, Μια αχτίνα ρίξτε σπλαχνική να με γιομόση θάρρος, Να δυνηθώ ν' αλαφρωθώ οχ το πολύ το βάρος.
Το μεσοτοίχι που επίστεψεν ακλόνητο εκείνος, έγινε μαγνάδι αέρινο στην ανίκητη θέλησι της γυναίκας. Την κονταυγή όταν ο καπετάνιος ξενυχτισμένος εβαρυροχάλιζε κάτω στην κάμαρη, εξέφευγεν αχτίνα εκείνη από το πλευρό του κ' ερχόταν να πλύνη μαζί μας το κατάστρωμα.
— Έπειτα: — Έπειτα θρήνος κ' αίματα· είπε η κόρη σέρνοντας ανάλαφρα το χέρι της απάνου στο κέντημα· δε βλέπεις; Αίματα και λαχτάρες απ' άκρη σ' άκρη. Μα η ψυχή του πρώτου μας διαβαίνει απάνου τους και τα στολίζει σαν αχτίνα στο μακελειό. Να κύτταξε... — Ένας Ιππότης! Φράγκος είνε, Ελπίδα; — Γι' Ατθίδα με πήρες που θα κεντήσω Φράγκους; Είνε Μορφόπουλος.
Άξαφνα, όμως διάπλατη ανοίγει η πόρτα και ξανθή αχτίνα μπαίνει μέσα το βασιλόπουλο. — Πατέρα σε ονομάζω και βασιλιά σε προσκυνώ· λέγει γονατίζοντας εμπρός του. Όλα τα παίρνω τόρα και σ' αλαφρώνω τη ζωή. Ντύνομαι τη χλαμύδα το σιδεροποκάμισο· βάνω το Στέμμα στεφάνι αγκαθερό· παίρνω το Σκήπτρο κεντρί του έθνους μου. Κυβερνώ σαν πατέρας και σαν βασιλιάς.
Αφήστέ τον ήσυχο, Χριστιανοί μου! Στην έρημη, τη φτωχή του κακότυχου ναύτη κηδεία ούτε παππάς, ούτε ψαλμωδία καμμιά . . . μόνο μερικά δάκρυα μερικών πονόψυχων τον εσυνώδευσαν και την ύστερη στιγμή η αδερφή του — για τη γυναίκα του δε μιλώ — ερράντισε το βασανισμένο κουφάρι του με δάκρυα θερμά. Η υστερνή του ήλιου αχτίνα εφώτισε το έρημο, το καταφρονεμένο μνήμα . . .
Γιατί μαρέση να θωρώ στσ' εγκρεμούς. Άξαφνα μου λέει: — Να σου πω, Γιώργο· θαρρώ πως η μάνα σου 'χει δίκιο, απού σου λέει να μη μου σιμόνης. Και να κάμης ό,τι σου λέει η μάνα σου. Δεν κάνει και να παρακούς σεκείνη που σ' εγέννησε, παιδί μου. Είνε μεγάλο κρίμα. Είχε σταθή στη σκιά μιας ελιάς και στήριζε το χέρι της σένα χαμηλό κλάδο. Μια ήλιου αχτίνα σχημάτιζε σαν άστρο πάνω από το μέτωπό της.
Καιρό τόρα, οι αρχηγοί σε κάθε δωμάτιο και σε κάθε μια αχτίνα, βαρυποινήτες αφτοί βαμμένοι μες το αίμα που τον πατέρα τους έτρωγαν, επροφωνήθηκαν κ' εκρυφοκουβέντιασαν αναμεταξύ τους μεγάλην και φριχτήν απόφαση να λάβουν.
Αλλά μόνον η φωνή του ακούστηκε βαρειά και στριμμένη, σαν ανάμπαιγμα που έστελνε το άσπλαχνο το πέλαγο. Κατά το μεσημέρι ο ήλιος έσχισε τον πυκνόν αιθέρα κ' έρριξε μιαν αχτίνα του μακριά. Τα βουνά της Θεοδοσίας ψηλά, χιονισμένα, έβγαιναν σαν κρυσταλλένια παλάτια μέσ' από τα θολά νερά και τον σκούρον ορίζοντα. Είμαστε κάτου από την Κριμαία.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν