Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 23 Ιουλίου 2025


Οι πράκτορες της Ιεράς Εξετάσεως εγνώριζαν ότι ανεκάλυψα το φρέαρ, το φρέαρ η διά του οποίου βάσανος επεβάλλετο εις ένα τόσον αυθάδη αιρετικόν, όπως εγώ, το φρέαρ το θεωρούμενον κοινώς ως το άκρον τέλος των ποινών της Ιεράς Εξετάσεως.

Και τα κεριά, και της γυναίκες, και όλην την εκκλησίαν. Έχω χρέος να υπερασπίσω τα έθιμα. Απήντησε πικρότερον ο επίτροπος. — Φύγε απ' εδώ, αυθάδη! Είπε τότε ο δήμαρχος και ταυτοχρόνως προσέθηκεν: — Από σήμερον δεν είσαι πλέον επίτροπος, σε παύω. — Κουτός είμαι να σταθώ να με παύσης; Είπε τότε ο κυρ-Μανωλάκης πραότατος και γλυκύτατος, αφού πλέον έληγεν η εξουσία του.

Μανώλη, του είπε μίαν εσπέραν με ήρεμον αυστηρότητα. Ο καιρός απού θαρραβωνιαστής την Πηγή εσίμωσε, μόνο πρέπει να συμμαζωχτής. Όλοι οι ντεληκανίδες κάνουνε κουζουλάδες, μα εσύ το παράκαμες. Άλλη βολά δε θέλω να μιλήσης τση Ζερβουδοπούλας, γιατί θα γεννούμ' από δυο χωριά. Ο Μανώλης τον ητένισε με αυθάδη αταραξίαν. — Άδικα τα χάνεις τα λόγια σου, είπε.

Ο Καλίφης μην υποφέροντας πλέον την διήγησιν του βεζύρη του, από την ζήλιαν του άναψεν από θυμόν, και εφώναξε τους φύλακάς του, και τους είπεν. Επάρετε τούτον τον τολμηρόν και αυθάδη βεζύρην, και φυλακώσετε τον έως άλλην μου προσταγήν.

Αυτός ακολούθησε να μιλήση διά τον έρωτά του, και εβίασε τόσον την Ρετζίαν διά να του ανταποκριθή, που τέλος πάντων την έκαμε να χάση την υπομονήν της, και άρχιζε να τον ονομάζη αδιάκριτον και αυθάδη, και ωνείδισε την τόλμην του με πρόσωπον πολλά άγριον και θυμωμένον.

Και από το κατόρθωμα εκείνο φουσκωμένος, και τώρα εξεσπάθωσε κ' επάνω μου εχύθη. ΚΕΝΤ Δειλόν δεν έχει κι' άνανδρον, οπού να μη σου κάμη σκουπίδι και τον Αίαντα! ΚΟΡΝ. Ο φάλαγγας πού είναι; Παληόγερ' αδιάντροπε κι' αυθάδη, θα σου μάθω... ΚΕΝΤ Να μάθω τώρα είν' αργάαυτήν την ηλικίαν. Τον φάλαγγά σου άφες τον. Του βασιλέως είμαι ακόλουθος, και μ' έστειλεν εκείνος εις εσένα.

Οι Τούρκοι όμως ετήρουν αυθάδη απάθειαν και ως να μη έδιδαν προσοχήν εις τας εχθρικάς εκδηλώσεις, τας οποίας έβλεπαν γύρω των, εδείκνυαν και διαθέσεις να λάβουν μέρος εις τον χορόν. Μετ' ολίγον όμως τους επλησίασεν ο προεστός Αέρας, ο οποίος, αφού τους εκαλισπέρισεν, είπε: — Δε μου λέτε, αγαδάκια, είντά 'ρθετε επαέ να κάμετε; — Ήρθαμε να χορέψωμε, απήντησεν είς εκ των Τούρκων.

Αχ ταλαίπωρε, εκείνη του απεκρίθη, με τέτοιαν τόλμην έρχεσαι να φανερώσης εις εμένα αυτήν την ασέλγειάν σου; εάν εσύ ήθελες ήσουν ο πλέον ωραιότερος του κόσμου, δεν ήθελες με καταπείσει να κλίνω εις την τρελλήν σου φλόγα· ύπαγε από εδώ αυθάδη και μη μεταφανής έμπροσθέν μου, ειδεμή το λέγω του αυθέντος σου, ο οποίος θέλει παιδεύσει κατά πως πρέπει την αυθάδειάν σου.

Και συ, πήγαινε να μου φέρης εδώ τον τρελλόν μου. Εξέρχεται είς υπηρέτης. Επιστρέφει ο ΟΣΒΑΛΔΟΣ. ΛΗΡ Έλα εδώ εσύ, κύριε· έλα εδώ. Ποιος είμαι εγώ; ΟΣΒ. Ο πατέρας της κυρίας μου. ΛΗΡ Ο πατέρας της κυρίας σου! Παληόδουλε του κυρίου σου! Βρωμόσκυλε! Αχρείε! ΟΣΒ. Δεν είμαι τίποτε από όλ' αυτά, αυθέντα, με συμπάθειον. ΛΗΡ Τολμάς να με βλέπηςτο πρόσωπον, αυθάδη! Τον ραπίζει.

Μίαν πρωίαν τέλος, εν στιγμή ακροτάτου ερεθισμού, έπεσεν εις τους πόδας της Αρσινόης, εξομολογούμενος με γλώσσαν πυρίνην, το κατατρώγον αυτόν πάθος . . . . Εκείνη, ήτις προ πολλού τον εμάντευε, απέκρουσεν, ως είδαμεν, υπερήφανα, εν αγανακτήσει, την αυθάδη εξομολόγησιν, ότε δ' εκείνος απηλπισμένος απήρχετο, εκείνη ανελύετο εις δάκρυα . . .

Λέξη Της Ημέρας

συμπάθα·

Άλλοι Ψάχνουν