United States or French Polynesia ? Vote for the TOP Country of the Week !
Μη σημαδεύετε ψηλά... Κι' αν πέσω, θυμηθήτε, Τ' άρματα, το κεφάλι μου... Ας τάχη ο γυιός τ' Ανδρούτζου Να μη τα πάρη η Αρβανιτιά... 'Σ τον κόρφο κρεμασμένο Όποιος μου ψάξη το κορμί, θαυρή το φυλαχτό μου... Μου τώχει ρίξη στο λαιμό η μάνα μου τη νύχτα Που εβγήκα κλέφτης 'ς τα βουνά... Πάραυτα να το πάτε 'Σ το μοναστήρι τ' Άη Γιαννιού... Θέλω το δαχτυλίδι θέλω να μείνη μαρτυριά ς' το χέρι το δεξί μου, Να με γνωρίση ο Ομέρπασας.
Συχνά, συχνά ο Θανάσης Πετώντας έστρεφε να ιδή, 'ς τη νεκρωμένη χώρα Το θόλο της Αγιάς Σοφιάς, όπου φεγγοβολούσε 'Σ το πρώτο γλυκοχάραμμα, όσο που λίγο, λίγο Τον έχασε απ' τα μάτια του. ... Ελάλησε τωρνίθι Και τώνειρό του εσβύστηκε... Ξυπνά και βλέπει ακόμα Το γύφτο που ροχχάλιαζε κ' επάνωθέ του μαύρα Του φοβερού του ρουπακιού, τα φύλλα, τα κλωνάρια. «Κοιμάται ακόμα η Αρβανιτιά» σ. 137
Κοιμάται ακόμα η Αρβανιτιά, χορτάτη, αποσταμένη, Μες 'ς την πυκνή τη χλωρωσά. Τόσαις χιλιάδαις κόσμος, Κι' ούτ' ένα όνειρο γλυκό, ούτ' ένα καρδιοχτύπι! 'Σ του ύπνου της τη συγνεφιά δεν έλαμπαν ελπίδαις, Δε φέγγει πόθος μακρυνός. 'Σ τα μάτια της μαυρύλα Και 'ς την καρδιά της ερημιά.
Το μυστικό που σούπα Μας δένει τώρ' από καιρό... Σπαθί, φωτιά, τουφέκι, 'Σ τους ξένους οπού επάτησαν τα χώματά μας, Διάκε. Εμέ με φτάνει η Αρβανιτιά, και τάλλα, απ' άκρη 'ς άκρη Να τα κρατήσετε όλα σεις, χώμα, κλαρί και πέτρα. — Κι' αφού σ' εκάμανε πασά, με μιας τα ονείρατά σου, Βριόνη, τα λησμόνησες και δούλος του Μεχμέτη Σκοτώνεις τους συντρόφους σου...
Και φιλενάδα του πιστή εχτές 'ς τη Χαλκομμάτα Τώστρωσε δάφναις να διαβή... Αν έσφιγγε τα φρύδια 'Σ το θέλημά του η Αρβανιτιά με τρόμο επροσκυνούσε Κρατεί 'ς τα χέρια του σφιχτά δεμένο το λειοντάρι. Που τούχε φράξη τα Θερμιά... Γιατί, γιατί θα νάναι Πάντοτε ίσκιος κι' όχι φως;.... Μ' αυτούς που πολεμούσε Γνωρίζει ότι τον έδεναν, παληαίς αδερφοσύναις.
Αυτούς λοιπόν ηύραν κ' έκαμαν πλάτες τους οι ΓερμανοΑυστριακοί για να διαδώσουν το εμπόριο τους και τα προϊόντα τους, και σύγκαιρα να μας αδυνατίσουν εμάς. Στην Α λ β α ν ί α κάθονται οι Αρβανίτες, συγγενικός μας λαός, που εχθρεύεται τους Σλάβους. Όμως κι αυτούς έχουνε φαρμακώσει οι Αυστριακοί εναντίο μας, και οι Ιταλοί το ίδιο, γιατί και οι δυο τους γυρεύουν να πάρουν την Αρβανιτιά.
Αχ, είταν αργά πια τότες, η αρβανιτιά το είχε τριγυρισμένο το σπήλιο και το μπομπάρδιζε. Κ' ένας μονάχος, που γλύτωσε από το μαρτύριο που ακολούθησε κατόπι και γύρισε στο ρημαγμένο το χωριό, την αντάμωσε κρυφά τη σκλαβωμένη τη Μαριγή και της τα είπε τα στερνά τα λόγια του Μανουσάκη.
Ξημέρωσέ τηνε την αυρινή τη μέρα! Θα μας θυμάτ' η Αρβανιτιά και θα την τρώγ' η ζήλια. Θα χλημητάνε τ' άλογα, θα καίνε τον αγέρα Με τ' άγρια τα χνώτα τους Γκέγκικα καρυοφύλλια, θα γενούν πάλαι τα Θερμιά, λαίμαργη καταβόθρα... Χιλιάδαις ήρθαν θερισταί και χάρος οργοτόμος, Μουγκρίζουν, φοβερίζουνε πως δε θα μείνη λώθρα 'Σ αυτήν τη δύστυχη τη γη, φωτιά, δρεπάνι, τρόμος»...
Όλαις αι καπετάνισσαις των καπεταναρέων Πήγαν να προσκυνήσουνε 'ς τ' Αλή-Πασσά το σπήτι Κι' αυτή, η Λεν του Μπότσαρη δε θέλ' να προσκυνήση. — Δεν προσκυνάω Αλή-Πασσά μωρέ παλιοβεζύρη. Εγώ είμαι η Λεν του Μπότζαρη κ' η αδελφή του Νότη, Πώκαμε την Αρβανιτιά κ' ενδύθηκε 'ς τα μαύρα. Ο Φώτος ήτο νέος λεοντόκαρδος, ριψοκίνδυνος, ήτο ο Ηρακλής των Σουλιωτών.
Του γέννησε η 'Λένη Αγγέλους δυο, και πέρναγαν ζωή χαρητωμένη. Της Ρούμελης την όχεντρα, το γέρο τον Αλή Τον ξέγραψε ο Σουλτάνος του, τον είπε φερμανλή, Κεφάλι σήκωσε ο Αλής, και την Αρβανιτιά του Μαζεύοντας 'ς τα Γιάννινα γύρευε τα χαρτιά του.
Λέξη Της Ημέρας