Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 15 Ιουνίου 2025


Κ' εκείνοι άμα έμειναν μονάχοι επειδή τότε πρωτάκουσαν για έρωτα, τους πλάκωσε την ψυχή κάποια λύπη και τη νύχτα όταν εγύρισαν στα σπίτια τους, παράβαναν τα δικά τους με τα όσα άκουσαν: — Πονούν οι ερωτευμένοι· κ' εμείς πονούμε. Δεν τους μέλει για φαΐ· κ' εμάς το ίδιο δε μας μέλει. Δε μπορούνε να κοιμηθούνε· μα κ' εμείς τώρα υποφέρνουμε το ίδιο.

Είπε, κι' εφτύς τον άκουσαν κι' όχι κανείς δεν τούπε. 300 Και με τον Αία όσοι είτανε και Δομενιά και Τέφκρο και με το Μέγη τον γερό και με το γιο του Μόλου σφιχτογραμμίζουνκράζοντας τους πιο καλούς κοντά τουςκατάγναντα στον Έχτορα και στο στρατό των Τρώων, και πίσω οι άλλοι πόδιζαν, το πλήθος, προς τα πλοία. 305

Μα σαν του εστάθη αδύνατο τι συλλογίστηκε να φέρη μπροστά στον Αχμέτ-αγά κεχαγιά δυο φανατικούς Τούρκους να πουν πως άκουσαν αυτοί με τ' αυτιά τους τες δυο τσιούπρες του κυρ Γοργόλη να λεν πως θέλουν να γίνουν Τούρκισσες. Ο Κεχαγιάς έστειλε ίσια να φέρουν τες τσιούπρες στο μιντζιλίσι.

Εδώ πρέπει να κηρυχθή η μεγάλη ευγνωμοσύνη οπού χρεωστείται εις την γενναιότητα των συνδρομητών, των οποίων ετυπώθησαν τα ονόματα εις το τέλος τον βιβλίου, και οι οποίοι, ευθύς οπού άκουσαν τον σκοπόν της εκδόσεως, εσύντρεξαν με την πλέον καλοπροαίρετον γενναιότητα. Η ανάγνωσις τον Βιβλιαρίου αρκεί να δώση εις τον καθ' ένα αρκετήν ιδέαν της χαριτωμένης φαντασίας του Ποιητού.

Τα εσφύριξα σιγά διά να καθίσουν να ησυχάσουν και να με περιμένουν. Με άκουσαν κ' εκάθισαν ήσυχα. Επτά ή οκτώ εξ αυτών τράγοι ήσαν κωδωνοφόροι και θα ήκουον μακρόθεν τους κωδωνισμούς των, αν τυχόν εδείκνυον συμπτώματα ανησυχίας. Εγύρισα οπίσω, κατέβην πάλιν τον κρημνόν, κ' έφθασα κάτω εις την θάλασσαν.

Μόλις άκουσαν πως ο Κλαύδιος έρχεται καταπάνω τους, και τραβήχτηκαν, άλλοι στα μέσα της Μακεδονίας κι άλλοι κατά το πέλαγο. Μερικοί τους ξανακατεβήκανε στην Ελλάδα. Σκορπίστηκαν όμως μέσα στη χώρα αυτή τη φορά δίχως να κυριέψουν τίποτε πολιτείες, και κακό τέλος φαίνεται πως τους βρήκε και τούτους, καθώς και μερικούς άλλους που τράβηξαν κατά την Κύπρο και Ρόδο.

Έτσι είπε, και τον άκουσαν κι' όχι κανείς δεν είπε. Και χέρι χέρι ετοίμασαν δείπνο ο καθείς και πήραν 55 να φάνε, δίχως τίποτα π' ορέγουνταν να λείπει. Κι' αφού τους χόρτασε η καρδιά καλά το φαγοπότι, σκορπούν, και στην καλύβα του πάει ο καθείς να γύρει.

Μετά κάθισαν ξανά στο τραπέζι και άρχισαν με νέα όρεξη να τρώνε, να πίνουν, να τραγουδούν και να απαγγέλουν στίχους. Διασκέδαζαν έτσι με την ψυχή τους, όταν άκουσαν ένα κτύπο στην εξωτερική πόρτα και η Σεραφεία σηκώθηκε να ανοίξει.

Εκ πάντων τούτων άγεταί τις να πιστεύση ότι, αν δύσκολον ήτο να ζητήση ο Χρύσης παρά των Αχαιών άκουσαν την θυγατέρα, έτι δυσκολώτερον φαίνεται ότι επεθύμει τω όντι την οίκαδε επιστροφήν η Χρυσηίς, η ουδένα έχουσα προς τούτο εν τω ποιήματι αναφερόμενον λόγον.

Αφτά με κλάματα έλεγαν του βασιλιά, ζητώντας ναν τον μαλάξουν· μα άκουσαν αμάλαχτο 'να λόγο «Γιοί, καθώς λέτε, αν είστε εσείς του πρόκριτου Αντιμάχου, πούπε στων Τρώων τη βουλήσαν πήγε ο αδερφός μου, θυμάστε, με το θεϊκό Δυσσέα αποσταλμένος140 μην τον αφίστε, σφάξτε τον που τον κρατάτε τώρα. να! του γονιού σας τ' άδικα καιρός να μου πλερώστε

Λέξη Της Ημέρας

βόηθα

Άλλοι Ψάχνουν