Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 10 Μαΐου 2025
Οι τρεις νεαροί βοσκοί, κρατούντες τας λαμπάδας των χαμηλά με την αριστεράν, περισκέποντες το φως με την δεξιάν από της προσπνεούσης νυκτερινής αύρας, ενώ η σελήνη, υψηλά αναπλέουσα τον ουρανόν, είχε κρυφθή εις σύννεφα, έτρεξαν πρώτοι εμπρός, ο δε πρώτος αναγγείλας την είδησιν αιπόλος ήρχετο οπίσω.
Ο αιπόλος αυθορμήτως, και χωρίς να ειξεύρη το διατί, έσπευσε προλαβών κ' εκρύβη όπισθεν των θάμνων. Είχεν αισθανθή αμυδρώς ότι συνέφερε να μη εννοήσωσιν οι τέσσαρες εκείνοι ότι τους είδε. Τέλος και οι έξ έγειναν άφαντοι.
Τοιαύτα τινά ανελογίζετο ο πτωχός αιπόλος, ο βόσκων ολίγας αίγας εις το κατάμερον των Τριών Σταυρών, και ανήρχετο δρομαίος την ιδίαν ατραπόν, δι' ης είχε κατέλθει εις το φρούριον. Αλλ' όταν έφθασεν εις το ύψος του κρημνού, οπόθεν αρχίζει η ατραπός να διαχαράττηται, τρεις άνδρες κεκρυμμένοι εις τους θάμνους αναπηδήσαντες τον συνέλαβον. Ο βοσκός αφήκε πεπνιγμένην κραυγήν.
Κατέβησαν κάτω εις το ρεύμα, χωρίς ν' ακούωσι φωνάς, και ήρχισαν να υποπτεύωσιν ότι ο πρώτος βοσκός ίσως είχεν &αυτιασθή&, και είχεν ακούσει φωνάς μη υπαρχούσας πράγματι. Αλλ' ο αιπόλος διεμαρτύρετο λέγων ότι δεν ηπατήθη, και ότι είχεν ακούσει ευκρινώς φωνήν λέγουσαν: «Πού είσαστε; Πού είσαστε;» Διά να βεβαιωθή έτι μάλλον αυτός πείθων και τους άλλους, ο βοσκός ήρχισε να φωνάζη: Ε! δω είμαστε!
Άνναν, ήτις δεν απείχε πολύ, και ήτο κι' αυτή, κατά δεύτερον λόγον, &γειτόνισσά του&, όπως εκαυχάτο ο αιπόλος λέγων ότι την Αγία Αναστασία «την είχε γειτόνισσα». Αλλ' ο αγαθός ιερεύς δεν έπειθεν ο ίδιος τον εαυτόν του ότι ηδύνατο ακατακρίτως να λειτουργήση και εις την Αγίαν Άνναν.
Τας αίγας του ο πτωχός αιπόλος τας άφησεν όπως ευρέθησαν εις το έλεος του Θεού, ουδέ είχε καιρόν να τας οδηγήση οπίσω εις την μάνδραν, και να τας ασφαλίση. Βοσκόν άλλον ν' αφήση αναπληρωτήν δεν είχε την στιγμήν εκείνην. Ο ψυχογυιός του δεν είχεν επιστρέψει ακόμη από το φρούριον. Το παληόπαιδο θα ηύρε τας πύλας ανοικτάς και θα το έστρωσε με φίλους εις κανέν καπηλείον.
Και οι δύο εχαιρέτισαν τον αιπόλον, φέροντες την χείρα εις το στήθος, είτα εις το μέτωπον. Ο είς των δύο ξένων, ο πρεσβύτερος, αποταθείς προς τον αγρότην είπε με λαρυγγώδη σκληράν φωνήν εις ελληνοβάρβαρον ακατανόητον γλώσσαν· Ο αιπόλος δεν ενόησε γρυ. Ο βοσκός τότε ήρχισε να εννοή ότι τον ηρώτησαν τον δρόμον τον άγοντα εις το Κάστρον.
Αφού το πάλαι ήτο εκκλησία, αφού ο χώρος ήτο καθιερωμένος εις λατρείαν Χριστού, διατί τάχα να μη λειτουργήται; Μάτην ο παπ' Αγγελής εξώδευεν όλην την ολίγην μάθησίν του και την έμφυτον λογικήν του διά να τον πείση ότι εζήτει παράλογα. Ο αιπόλος έμεινεν αμετάπειστος. — Πώς θα λειτουργήσω, βλοημένε, 'σε ξεσκέπαστο μέρος; του έλεγεν ο ιερεύς. Είδες ποτέ σου λειτουργία αποκάτ' απ' ταστέρια;
Ηπόρουν εγώ διατί απηύθυνεν ο αρχηγός τας ερωτήσεις ταύτας προς τον αγρότην, αλλά φαίνεται ότι είχεν έξιν να προβαίνη πάντοτε κατά τάξιν. Ίσως δε είχε σκοπόν, διά της προκαταρκτικής ταύτης εξετάσεως, να εμπνεύση ολίγον θάρρος εις τον αγροδίαιτον. — Είσαι κάθε μέρα έξω εις τα βουνά; εξηκολούθησε να ερωτά ο αρχηγός. — Κάθε μέρα, απήντησεν ο αιπόλος. — Και βόσκεις βώδια; — Γίδια, να σε χαρώ, αφέντη.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν