Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 12 Μαΐου 2025
Κάτου ως τόσο, στα Χριστιανικά τα λημέρια, θρήνους και κλάματα πάλε, πάλε ξεφωνήματα και στηθοδαρμούς οι γυναίκες, λύσσα και ξεφρένιασμα οι άντρες, σανε φέρανε του Δημήτρη το κεφάλι ματοκυλισμένο, χωματιασμένο, αγνώριστο από τις λαβωματιές που αποδέχτηκε κατρακυλώντας τα καταράχια. Σηκώθηκε η θλιμμένη η συντροφιά από το σπίτι του Γιάννη και τράβηξαν όλοι στης κερά Φρόσως.
Ποια απ' την ψυχή μου δύναμι, ποιο χέρι απ' την καρδιά μου Αθώα κ' εγώ να την φιλώ μ' εβάσταγε, δεν ξέρω. Με τέτοια αθώα φιλήματα, μ' αθώα παιγνίδια τέτοια. Ημείς εμεγαλώναμαν και πέρναγαν τα χρόνια. Εγώ 'παιρνα παλληκαριά κι' αυτή ωμορφιά και μάγια. Ως πώφεξε μια χαραυγή, της άνοιξης μια μέρα, Που εγνώρισα 'ςτά μάτια της και 'ςτό χαμόγελό της Κάποιο μυστήριο αγνώριστο ως τότε 'ςτήν καρδιά μου.
Σα να νοιώθαμε κ' οι δυο τον εαυτό μας αχώριστο από το μέρος αυτό, που είχαμε χρόνια να το δούμε, μας κινήθηκε η περιέργεια να μάθουμε τι έτρεξε, τι έγινε κι άλλαξε το νησί της ευτυχίας μας τόσο, ώστε να μας καταντήση αγνώριστο.
Θάνε μια μέρα λαμπρή, — ω χαρά, χρυσανατέλλει η αβγή της, — και θάνε μέρα μεγάλη κι αγνή για την αθάνατή μας Πατρίδα. Παληκάρι ρωμιόπουλο, θεοφώτιστο κι αντριωμένο, θαφίση τις χλωροπράσινες βουνοκορφές του Ολύμπου ή του Μαίναλου. Αθώρητο κι αγνώριστο, στης Πολιτείας τα πολυτάραχα σπλάχνα αεροπατώντας θα κατεβή, ιεροφάντης και μάρτυρας. Πώς ήθελα να ζήσω να το ιδώ! Πώς ήθελα να ζούσα να τακούσω!
Ο δε Κουλούφ δεν ωμίλησεν, αλλά ηκολούθησε την γραίαν, η οποία τον έφερεν εις ένα μεγάλο παλάτι αγνώριστο, εις το οποίον εμβαίνοντας έβλεπεν ότι τα όσα του επαρουσιάζονταν εις τα μάτια του είχαν μίαν υπερβολικήν μεγαλοπρέπειαν και μεγαλειότητα, αφού όμως επέρασαν μίαν μεγάλην αυλήν που ήτον πατωμένη με πλάκες από δίασπρον, έφθασαν εις μίαν σάλαν μιας υπερβολικής μεγαλειότητος, εις το μέσον της οποίας ήτον μία λεκάνη πορφυρά γεμάτη νερό, και μέσα εις αυτήν έπλεγαν διάφορα ψάρια με βούλλες χρυσές· και εις το αναμεταξύ που αυτός εστοχάζονταν τα ψάρια με θαυμασμό, βλέπει να πλησιάζη προς αυτόν μία Κυρά πολλά νέα με χαροποιόν πρόσωπον, και αφού τον επροσκύνησε, τον επήρεν από το χέρι και τον έβαλε να καθίση επάνω εις μίαν χρυσήν μαξιλάραν και όταν εκάθισεν, αυτή έλαβε την επιμέλειαν διά να του σφουγγίση το πρόσωπον που ήτον ιδρωμένον, με ένα ψιλό μαντύλι, και κάνοντάς του ετούτην την δούλευσιν εχαμογελούσε, και του έδινε ματιές από τες οποίες πολλά γλήγορα έμεινε τετρωμένος.
Σαυτή τη ψυχική μου κατάσταση, κείνη π' αγαπούσα μου φαινόταν σαν απομακρυσμένη και κείνη πούμενε με τόνομά της ήτο μια άγνωστη, ένα κατάντημα αγνώριστο κιαξιολύπητο του παλαιού Βαγγελιού. Τι σχέση λοιπόν είχα μαυτή την άγνωστη, που με την κακομοιριά της στάθηκε, σαν εμπόδιο, στο δρόμο των εφηβικώ μου ονείρων;
Το σκαρί του απαράλλαχτο το μπρίκι του Μοναχάκη. — Αυτό είνε, δεν το βλέπεις μαθές; είπε ο Πεφάνης, αφού κρέμασε και το τελευταίο μπλάστρι. Όλο κι' όλο. Τάλλα γεροντάκια κύτταζαν μα δεν ξεχώριζαν. — Αυτό είνε, είπε πάλι ο Πεφάνης. Θέλει και ρώτημα; Κάποια ζημία θάπαθε. Δεν το βλέπεις πως είνε σαν καραβοτσακισμένο, γδαρμένο από όλες τις μεριές, αγνώριστο. Η «Αθηνά» του Μοναχάκη.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν