United States or Puerto Rico ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα πώς, ω Γαντζάδα, είπα της γυναικός μου δεν γνωρίζεις εις εμέ την μορφήν εκείνου του Αμπουλβάρη που αγάπησες και σε αγάπησε με τόσην προθυμίαν; Αχ! πόσον με κάνει δυστυχισμένον η τύχη μου, αλλοί εις εμέ, δεν ήλπιζα ποτέ να με δεχθής με τόσην σκληρότητα εις τον γυρισμόν μου· πόσον κακώς μου ανταποκρίνεσαι εις την ανυπομονησίαν που είχα διά να σε ξαναϊδώ.

ΚΟΡΔ. Αυθέντα σεβαστέ μου, μ' εγέννησες, μ' ανέθρεψες, μ' αγάπησες εμένα· κ' εγώ το ό,τι χρεωστώ σου το ανταποδίδω: σε αγαπώ, σε σέβομαι, — σου είμ' υποταγμένη. Και διατί να 'πανδρευθούν λοιπόν αι αδελφαί μου, αν, καθώς λέγουν, αγαπούν εσένα κι' όχι άλλον; Εγώ, ανίσως 'πανδρευθώ, ο άνδρας 'πού με πάρη και την μισήν αγάπην μου, και το μισό μου χρέος και την μισήν φροντίδα μου εκείνος θα τα έχη.

Αμλέτε, ακροάσου, ακροάσου! Και αν, οπότ' εζούσε, τον γλυκόν σου πατέρ' αγάπησες, — ΑΜΛΕΤΟΣ Θεέ μου! ΠΝΕΥΜΑ τον μιαρόν εκδίκ' αφύσικόν του φόνον. ΑΜΛΕΤΟΣ Φόνον; ΠΝΕΥΜΑ Και μιαρόν, ως κάθε φόνος και όταν δικαιολόγησιν έχη, αλλ' όμως ωσάν τούτος αφύσικος και μιαρός δεν έγιν' άλλος.

Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε• «Διόθρεπτε, άμα φθάσουμε, θε να τα ειπούμ' εκείνου 155 όπως τα λέγεις• άμποτε παρόμοιατην Ιθάκη να φθάσω, καιτο σπίτι μου να ευρώ τον Οδυσσέα, πόσο μ' αγάπησες να ειπώ και πως εδώθε φθάνω και πολλούς φέρω θησαυρούς, λαμπρά δικά σου δώρα».

Ώρες σε προσμένω, καρτερώ στα σπίτι μονάχος, γυρίζεις κι όταν μπορέσω μια στιγμή να σε διώ, μια στιγμή στη σκάλα να σ' αρπάξω, μήτε βλέπεις τα βάσανά μου. Ξέρω τώρα γιατί μ' αγάπησες· για να μη βασανίζουμαι, για να μη μ' αφήσης παραπονεμένο. Με λυπήθηκες· δε μ' αγάπησες. Εγώ δε θέλω μονάχα την ομορφιά σου· εγώ την ψυχή σου θέλω.

Μήνες και χρόνια ολόκερα σε καρτερώ απ' τα ξένα, Και το μαράζι της καρδιάς, της ξενιτειάς σου η πίκρα Μώφερε αρρώστεια αγιάτρευτη και μ' έρριξε 'ςτό στρώμα Ή άλλαις, είπα, αγάπησες 'ςτής ξενιτειάς τη χώρα Κ' εμένα μ' αλησμόνησες την πολυαγαπητή σου, Ή αρρώστησες και πέθανες χωρίς εγώ να μάθω. Και δάκρυο, δάκρυο ψεύτικο, δάκρηο γιομάτο απάτη Τα μαραμένα μάγουλα της σκύλλας αυλακόνει.

Είπανε μάλιστα πως ένας της το μολόγησε ολοφάνερα, και πως τόσο την όργισε, που ανασηκώνοντας την ποδιά της « Αυτό αγάπησες, κακορρίζικε» του είπε «κι όχι την αληθινή την ομορφιά». Φαίνεται όμως σαν παραμύθι αυτό. Η αλήθεια είναι πως η Υπατία ποτές δεν παντρεύτηκε, παρά έμεινε από τις λίγες που παραστήσανε στον κόσμο ταψεγάδιαστο πρόσωπο της Ολύμπιας Αθηνάς.

Τα χέρια σου είναι ζεστά ακόμη από τα αγκαλιάσματα της άλλης, τα χείλη σου καίουν από τα φιλήματά της. Μη με πλησιάζης... Μου κάνεις φρίκην! Φύγε! Κ ώ σ τ α ς· Μαρία μου; με παρέσυρε. Άκουσε. Μ α ρ ί α. Κ ώ σ τ α ς. Δεν με αγάπησες λοιπόν ποτέ; Μαρία. Μ α ρ ί α.

Α! είμαι ακόμα πειο τιποτένιος, κ' έχω άλλο πράγμα παρά τη χώρα του βάλει στο μάτι! Ωραίε θείε, που μ' αγάπησες ορφανό, προτού ακόμη ν' αναγνωρίσης το αίμα της αδερφής σου Μπλανσεφλέρ.