United States or Saint Lucia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Γοργοσιμώνει η στιγμή όπου σχεδόν κομματιασμένος από το ίδιο του βάρος, εξαντλημένος από το χαμένον αίμα που τρέχει τώρα σε λεπτότερα ρέμματα από τις σχισμένες Του φλέβες, με τα μηλίγγια και το στήθος βουτημένα στον ίδρωτα και τη μελανιασμένη Του γλώσσα ξεραμμένη από τον πύρινο του θανάτου πυρετό, ο Ιησούς κράζει «Διψώ». Και το φονικό ξείδι υψώνεται προς Αυτόν.

Μια και μοναχή, που βάλαμε το αίμα τους μέσα στις φλέβες μας, και μας έδωσε δύναμη και ζωή· εφτάψυχους μα τον προφήτη μας έκαμε. Κ' έτσι ριζώσαμε, και με το αίμα τους τούς κρατούμε. Θα μου πήτε, ξεθύμανε πια κι αυτό. Αν όμως ξεθύμανε μέσα μας, μέσα τους ξεθύμανε άλλο τόσο. Αυτοί καταντήσανε, μάτια μου, να θαρρούν πως δεν μπορούν πια να ζήσουνε δίχως εμάς, τέλειωσε! Έγεινε φυσικό τους να σκύβουν.

Τρέχα, τρέχα στο καλύβι, και σκάλιζε με την πέννα σου. Ένας χρόνος της πέννας αξίζει πενήντα φωτιά και μπαρούτι. Τρέχα, πρι να σε κατεβάση ο χάρος και σένα!» Κ' έσυρα κ' ήρθα στο καλύβι με νέα ζωή και μ' αίμα καινούριο. Σα νάνοιωθα πως γύρισε πίσω η νιότη μου. Σφίγγω τώρα τα δόντια μου να μην πεθάνω πρι να κάμω του γέρου το θέλημα.

Δίχως καν αίμα κι' ήσυχοι ας μη μπαρκαριστούνε, μόνε ας αρπάξουν κι' ένα διο πληγέςκι' ας τις γλεντάνε στ' Άργος εκείαπό μυτερό κοντάρι ή από σαΐτα, ενώ πηδάν στα πλοία τους, που να μη βιάζεται άλλος 515 να καταπιάνεται άχαρους πολέμους με τους Τρώες

Αι γυναίκες ήρχισαν να κραυγάζουν και η περισσότεραις έτρεξαν προς τον νέον και πρώτη η μητέρα του, η οποία αλλοφρόνησεν όταν είδε το αίμα• και η νύμφη δε έτρεξε προς αυτόν φοβηθείσα διά την ζωήν του.

Κυνηγούσαν τριζόνια, έπιαναν τζιτζίκους φωνακλάδες εμάζευαν λουλούδια· εσειούσαν τα δέντρα, έτρωγαν πωρικά. Και κάποτες επλάγιασαν μαζί και γυμνοί κ' εσκεπάστηκαν μ' ένα τομάρι γίδας. Κ' εύκολα θα γινόταν η Χλόη γυναίκα, αν δεν τρόμαζε το Δάφνη το αίμα.

Πού όμως να πάνε όσοι πηγαίνουν εκεί, αφού οι γιατροσύνεδροι, οι αρχιτέκτονες, οι αστυνόμοι, οι δήμαρχοι και οι νομάρχαι σας θεωρούν όλοι τ' αναγκαία περιττά; Αντίκρυ μου έχω ένα χασάπη πού σφάζει στη μέση του δρόμου ζώα μικρά και μεγάλα, γίδια, πρόβατα και βιδέλα, και τρέχουν πάντοτες δύο ποταμοί, ο ένας κόκκινος από αίμα, και ο άλλος πράσινος από κοπριά και χολή.

Η ιδέα αυτή μ' εβασάνιζεν ασχολούμενον περί τον καταρτισμόν του ημετέρου εθνικού μαρτυρολογίου. Σήμερον δε ότε παρίσταμαι ίνα καταθέσω επί της γης, ήτις έπιε το αίμα του αειμνήστου θύματος, το ευτελές θυμίαμά μου, σήμερον τρέμω μη αναδειχθώ ανάξιος και μη υπό το μέγεθος τηλικούτου επιχειρήματος αποκαλυφθή πάσα η μικρότης και η αδυναμία μου.

Εν τούτοις κατώρθωσε τώρα να εισαγάγη διά της οπής τα δύο τεμάχια. Η Αϊμά τα ήρπασεν. — Έχεις τίποτε να παραγγείλης διά τον Μάχτον; ηρώτησεν ο Τρέκλας. Η Αϊμά δεν ήκουσεν. Έρριψε το βλέμμα επί της επιστολής. Αλλά δεν ηδύνατο να την αναγνώση. — Έχεις τίποτε να παραγγείλης; επανέλαβεν η φωνή του Τρέκλα. Εγώ θα φύγω τώρα.

Μετά μίαν στιγμήν, το αίμα αμφοτέρων ηνούτο και συνεχωνεύετο εν τω αυτώ. Εκείνος έκαμε νεύμα εις τους μουσικούς, και πάλιν αι κιθάραι εδόνησαν, και ήρχισαν αι φωναί. Έψαλαν τον Αρμόδιον. Υποβασταζόμενοι αμοιβαίως, θεσπεσίως ωραίοι, ήκουον αμφότεροι μειδιώντες και ωχριώντες. Λήξαντος του ύμνου, ο Πετρώνιος διέταξε να παραθέσωσι και πάλιν οίνον και φαγητά.