Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 31 Μαΐου 2025


Εφοβήθη και ηθέλησε ν' αποσυρθή απαρατήρητος, αλλ' αίφνης ο γέρων, διακόψας την λογομαχίαν, τον ηρώτησεν αποτόμως εκ του βάθους της αποθήκης: — Τι αγαπάτε, Κύριε Λιάκε; — Επεθύμουν να σας είπω δύο λέξεις, αλλά σας απασχολώ. Έρχομαι άλλην ώραν. — Περάσετε εις το γραφείον μου. Έρχομαι αμέσως.

Ο Κ. Σπυράκης εκτείνας την χείρα προς το ανοικτόν παράθυρον απεκρίθη: — Από το ακρωτήριον άντικρυ· ο δρόμος δύσκολος, αλλ' εις τον κατήφορον δεν παίρνει πολλήν ώραν. — Και πόσην ώραν θέλει επάνω από τα υψώματα, απ' εδώ έως την άκραν εκείνην; — Μίαν ώραν περίπου. — Καλά! Εάν το απόγευμα έχω διάθεσιν διά περίπατον, έρχομαι και σας ενταμώνω εκεί. Εις τας πέντε· όχι αργότερα.

Αλλ' ουδ' εκείνον πρέπει να παραλείψωμεν ν' αναφέρωμεν, όστις ήρχισεν ως εξής την ιστορίαν του• «Έρχομαι ερέων περί Ρωμαίων και Περσέων»• και ολίγον κατωτέρω• «έδεε γαρ Πέρσησι γενέσθαι κακώς»• και έπειτα πάλιν• «ην Οσρόης, τον οι Έλληνες Οξυρόην ονυμέουσι» , και πολλά άλλα παρόμοια.

Ο Βινίκιος του οποίου η καρδία ήρχισε να πάλλη ταχύτερον, ευθύς ως την είδε, την επέπληξε, διότι δεν εφρόντισεν ακόμη να αναπαυθή, αλλ' εκείνη απήντησε φαιδρά: — Ήθελα ακριβώς να κοιμηθώ, αλλ' έρχομαι να αντικαταστήσω τον Ούρσον. Έλαβε το κύπελον, εκάθησεν εις την άκραν της κλίνης και ήρχισε να δίδη τροφήν εις τον Βινίκιον, όστις ήτο συγκεχυμένος και ευτυχής συνάμα.

Κλίνεις στον ύπνο· αυτή η νύστα είναι καλή· μη την διώξης. Έβγα, υπηρέτη· έλα· είμ' έτοιμος τώρα. Σίμωσε, Άριελ μου· έλα. ΑΡΙΕΛ. Χαίρε, χαίρε, μεγάλε αφέντη! φρόνιμε κύριε, χαίρε! Έρχομαι να σου κάμω ό,τι καλύτερο αγαπάς· να πετώ, να πλέω, στες φλόγες μέσα να βουτώ, απάνω στα σγουρά σύγνεφα καβαλλικευτά ν' αρμενίζω· εις την δυνατή σου προσταγή έτοιμος είναι ο Άριελ μ' όλα του τα ιδιώματα.

Πιστεύω ότι θα εύρης και συ όσα κ' εγώ, Απεκρίθη ο μικρός Κλώσος. Αλλά δεν ημπορώ να σε σηκώσω απ’ εδώ έως εκεί, διότι είσαι πολύ βαρύς. Αν αγαπάς, πήγαινε εις την γέφυραν, χώσου εις τον σάκκον και έρχομαι να σε κρημνίσω εις τον ποταμόν με μεγάλην ευχαρίστησιν. — Αν όμως δεν εύρω ζώα του νερού, θα σε δείρω, είπεν ο μεγάλος Κλώσος. — Καλά, καλά· μη θυμώνης!

ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ Μαυλίστρα! Μαυλίστρα! Χω, χω! ΡΩΜΑΙΟΣ Τι ξεφωνίζεις εκεί: ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ Εμυρίσθηκα κυνήγι. — Άκουσε, Ρωμαίε, θα έλθης έπειτα εις του πατρός σου; Θα γευματίσωμεν εκεί και οι δύο. ΡΩΜΑΙΟΣ Καλά· τώρα έρχομαι.

Ο αρχηγός των οποίων ωσάν εσέβη εις την αυλήν του, εξεπέζευσε, και επήγεν εις τον Κουλούφ, και τον επροσκύνησε, λέγοντάς του· Κύριε, εγώ εδώ έρχομαι από όνομα του βασιλέως Ουσβέκ Χαν· αυτός έχοντας επιθυμίαν διά να σε ιδή, με έστειλε διά να σε φέρω προς αυτόν, με το να έμαθε τα συμβεβηκότα σου.

Δεν ήμουν σίγουρη· εγώ είχα δουλειαίς. Ή έρχομαι, ή δεν έρχομαι του είπα. Πήγαινε συ, του είπα, να μη νυχτώσης, κ' εγώ, όπως διω. Εγώ είμαι μαθημένη να περπατώ τη νύκτα στα ρέμματα. Τω όντι, όλοι τους ήσαν συνειθισμένοι εις νυκτερινάς οδοιπορίας ανά τα όρη και τας κοιλάδας. Η δύο συμπεθέραις, η θεια-Συνοδιά, και η μάννα του Αγάλλου η μακαρίτισσα, είχαν δύο νερομύλους εις της Κεχρεάς το ρέμμα.

ΠΑΜΦΙΛΟΣ. Από που έρχεσαι, Λυκίνε, και γιατί γελάς; Η αλήθεια είνε ότι πάντοτε είσαι εύθυμος, αλλά σήμερον η ευθυμία σου είνε, φαίνεται, τόσον εξαιρετική, ώστε δεν δύνασαι να κρατηθής. ΛΥΚΙΝΟΣ. Έρχομαι από την αγοράν, Πάμφιλε• θα γελάσης δε και συ ομοίως αν ακούσης την δίκην εις την οποίαν παρευρέθηκα, δίκην μεταξύ φιλοσόφων.

Λέξη Της Ημέρας

προστρέχανε

Άλλοι Ψάχνουν