Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 22 Μαΐου 2025
Είδα καλά τον τιμονιέρη στο τιμόνι, τον καπετάνιο εμπρός στην κάμαρή του, τον ναύκληρο και πεντέξη ναύτες με τις σκότες στα χέρια. Όλοι έστεκαν και μας εκύταζαν περίεργα μα ούτε σχοινιά ετοίμαζαν ούτε τίποτα. Μόνον ο σκύλος τους, ένας σκύλος μαλλιαρός, κατάμαυρος μ' ένα κεφάλι χοντρό, ολοστρόγγυλο σαν μπόμπα κανονιού, μας έστελνε αλλεπάλληλο το άγριό του αλύχτιμα. — Τους άτιμους! εψιθύρισα.
&Πώς μία γρηά φρόντισε για τον Αγαθούλη και πώς ξανάβρε κείνην, που αγαπούσε& Ο Αγαθούλης δεν πήρε καθόλου θάρρος, ακολούθησε όμως τη γρηά μέσα σ' ένα χαμόσπιτο. Τούδωσε ένα βάζο με αλοιφή να τριφτή, τον άφησε να φάγη και να πιή· τούδειξε ένα κρεββατάκι αρκετά καθαρό και κοντά στο κρεββάτι ένα κοστούμι ρούχα.
Δεν είνε παραμύθια . . . Είνε σωστή αλήθεια. Κι' απόδειξις μεγάλη εις όσα λέγω είνε Ο κλασικός ο Σλήμαν κι' αι κλασικαί Μυκήναι. Ιδού! εις ένα μέρος κατάξηρον και στείρον, Που είνε κατοικία πολλών αγριοχοίρων, Ο Σλήμαν λίγο σκάπτει, Και θησαυρούς ξεθάπτει.
Και όχι μόνον αυτός αλλά κ' οι άλλοι γέροντες του νησιού, οι απόμαχοι των αρμένων τόρα και οι νεώτεροι, που είχαν νωπούς ακόμη τους κάλους στα χέρια, όταν εκάθιζαν στον καφενέ να ρουφήξουν τον ναργιλέ τους εκινούσαν μελαγχολικά το κεφάλι και στενάζοντας έλεγαν· — Η θάλασσα δεν έχει πια ψωμί. Ας είχα ένα κλήμα στη στεριά και μαύρη πέτρα να ρίξω πίσω μου.
Θεαίτητος. Μάλιστα, την ωρίσαμεν. Ξένος. Το έκτον όμως, αν και ήτο φιλονικούμενον, όμως το παρεδέχθημεν ότι αυτός είναι ένα είδος καθαριστής της ψυχής από τα εμπόδια των μαθημάτων. Θεαίτητος. Είμαι συμφωνότατος. Ξένος.
Και μια ουράνια χαρά ήτανε χυμένη στο πρόσωπό του κ' ένα φως χρυσογάλαζο έλουζε τα βασιλεμένα μάτια του. Και καθώς μιλούσε έπιασε σφικτά το χέρι της αδερφούλας του και της είπε: — Έλα τώρα να σου πω μυστικά, πού πάει μονάχος μες στη γαλάζια σιγαλιά ο Αυγερινός, και τι μας στάζει στην καρδιά μας ο Αποσπερίτης κ' είναι γλυκό σαν μέλι.
Παραπέρα ένα άλλο σωστό τ ρ ο υ π ώ από φουστανελλοφόρους, πατατουκοφόρους, οι μισοί με τσαρούχια, τομαράδες, καπνέμποροι και ζωέμποροι και σιτηρέμποροι, γκαρσονάκια που να τα πίνης στο ποτήρι, ροφούν τα ούζα τους και με κοιτάζουν με κάτι αγριοματιές, ενώ όλοι τους φαίνονται να ψιθυρίζουν με τα χοντρά χείλη τους! — Κόμματος που είνε!....
Πότε θαρθή μιαν άνοιξι, θαρθή ένα καλοκαίρι, Να βγούμε κλέφταις, βρε παιδιά, κλέφταις 'ςτά κορφοβούνια. Η ΠΕΝΤΑΜΟΡΦΗ κ. Ι. Μ. Δαμβέργη. Ήταν δυο αδέρφια γκαρδιακά και πολυαγαπημένα, Ο πρώτος κόρη αγάπησε ξανθή και μαυρομμάτα, Κ' ήρθε καιρός κι' εσμίξανε κ' εβάλανε στεφάνια. Μήνες και χρόνια πέρασαν, ακέρια χρόνια πέντε, Κι' ο παντρεμένος θέλησε 'ςτά ξένα να μισέψη.
Επειδή δε θα σ' ωφελήσουν καθόλου τα γεράματα για να μη με κυνηγάς ύστερ' από το ένα φιλί. Δε μπορεί να με πιάση εμένα μήτε γεράκι, μήτε αητός, μήτε κάθε άλλο πουλί γληγορότερο απ' αυτά. Δεν είμαι καθόλου παιδί εγώ, κι ας φαίνουμαι παιδί, παρά πιο μεγάλος στα χρόνια κι από τον Κρόνο κι από τον ίδιο το Χρόνο.
Μα στον γυρισμό ούτε παιγνίδια ούτε φίλους έφερε. Και στο ταξείδι τόρα αν και είνε την πλώρη κατά τον Γαρμπή τα μάτια του ήσαν στυλωμένα στον Γρέγο κ' έβλεπε πάντα εμπρός του, από τα χιονάτα σπίτια και τις όμορφες εκκλησιές του νησιού ένα μόνον σπιτάκι και μέσα τη γυναίκα του, κλιναρομένη να χαροπαλαίβη!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν