Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 2 Μαΐου 2025
— Αυτό θα ήταν το καλλίτερο, είπε θρασυδείλως ο Γύφτος. — Λοιπόν θέλεις με την βίαν; είπεν απειλητικώς ο άρχων. Ο Γύφτος δεν απήντησε. — Ποίον φόβον έχεις; Όταν εγώ σε βεβαιώ ότι ουδείς θα πάθη. Και πάλιν ο Γύφτος εσίγα. — Ουδείς θα πάθη, επανέλαβεν ο άρχων, ούτε συ ούτε ο οίκος σου. — Άμποτε, είπεν ο Γύφτος. — Ούτε ο οίκος σου ούτε η γυνή σου ούτε τα τέκνα σου.
Και άμποτε, ώ Αθηνά και σεις θεοί σεπτοί, κ' η κουταμάρ' αυτή να δείξη πως μας ωφελεί. Γεια σου• πηγαίνω. ΒΛΕΠΥΡΟΣ Χρέμη μου, η ώρα η καλή• Έμβα, τράβα δρόμον ίσο, μήπως είν' κανένας άνδρας και μας πήρεν από πίσω; Στρέψου, κάνε και μία γύρα• έχουν πονηριές οι άνδρες και φυλάξου, κακομοίρα, μήπως και ακολουθήσουν από πίσω κατά βήμα, να μας νοιώσουν απ' το σχήμα.
Π' άμποτε όλοι στα πλοία αντίς τον Έχτορα νάχατε πέσει αντάμα!
Γιατί αν μας έρθουν βολικά, ο θεός η αιτία, μ’ αν πάλιν, ο μη γένοιτο, κακό μας λάχη ένας ο Ετεοκλής πολλά στην πόλη απ’ όλους μυριόστομα θα ’χη ν’ ακούη μοιρολόγια και θρήνους, π’ άμποτε ο διαφεντευτής ο Δίας την Καδμεία ’π ’ αυτά στ’ αλήθεια ας διαφεντεύη.
Τι θ' απήλαυεν από τα βάσανα του κόσμου; Και ούτ' εζήλευε καν! Τι να ζηλέψη; Έβλεπε την μεγάλην αδελφήν της και την ελυπείτο — την εκαίετο. Όσον διά την μικράν, την Κρινιώ, άμποτε κι' αυτήν ο Θεός να την φωτίση! Όπως κι' αν έχη, η μάνα της δεν έχει σκοπόν — δεν βαστά πλέον, δεν αντέχει — να υποφέρη διά να την υπανδρεύση και το πολλοστημόριον όσων διά την μεγάλην αδελφήν της υπέφερεν.
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Σε υπακούω. — Και ως προς σε, Οφηλία, τούτο επιθυμούσα, το αγνό σου κάλλος η ευτυχής να ήν' αιτία της ταραχής του Αμλέτου· θα 'χα τότ' ελπίδα πως η αρεταίς σου θα τον φέρουν εις τα πρώτα όρια του πάλιν, προς τιμήν σας και των δύο. ΟΦΗΛΙΑ Άμποτε, δέσποινά μου.
Και τώρα σαν αρνηθούμε το χάρισμά τους, πάλε το αίμα μας θα ποτίση το διψασμένο χώμα — και ποιος ξέρει — σκλάβοι κ' εμείς, σκλαβωμένη κ' η γη μας, θα συρθούμε στα πόδια των οχτρών μας. Άμποτε μόνο, κλεισμένα τα μάτια μου, να μην ιδούνε τη μεγάλη συφορά. Το βασιλόπουλο πετάχτηκε απάνω και τα μάτια του αστράψανε μέσα στα σύννεφα των λογισμών του.
— Και ποιος ξέρει, αν δεν θα τα βρούμε μέσ' στην Εκκλησιά, είπε το Μαλαμμώ με εύκολον θάρρος και προς ιδίαν της παρηγορίαν. Έλα, Χριστέ μου, καμμιά καλή Χριστιανή θα ήρθε χτες-προχτές ν' ανάψη τα κανδήλια, και την εφώτισ' ο Θεός και τα κουβάλησε. — Άμποτε!
ΙΑΤΡΟΣ Τι αναστεναγμός! Βαρειά καρδιά που έχει! ΘΑΛΑΜΗΠΟΛΟΣ Δεν ήθελα να την έχω την καρδιά της, και όλα της τα μεγαλεία να είχα! ΙΑΤΡΟΣ Καλά, καλά, καλά! — ΘΑΛΑΜΗΠΟΛΟΣ Άμποτε να ήσαν καλά, ιατρέ μου! ΙΑΤΡΟΣ Αυτή η ασθένεια ξεπερνά την τέχνην μου . Και όμως! έτυχαν άνθρωποι να περιπατούν εις τον ύπνον των, και ν' αποθάνουν άγια και αναπαυμένα εις το στρώμα των.
Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε• «Διόθρεπτε, άμα φθάσουμε, θε να τα ειπούμ' εκείνου 155 όπως τα λέγεις• άμποτε παρόμοια 'ς την Ιθάκη να φθάσω, και 'ς το σπίτι μου να ευρώ τον Οδυσσέα, πόσο μ' αγάπησες να ειπώ και πως εδώθε φθάνω και πολλούς φέρω θησαυρούς, λαμπρά δικά σου δώρα».
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν