United States or Bangladesh ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η ωραία ιστορία της χρυσής τρίχας δεν ήτανε παρά ένα ψέμμα... Και λοιπόν θα την παρέδινε σε άλλον... Αλλά ο Βασιληάς έβαλε το δεξί χέρι της Ιζόλδης στο δεξί χέρι του Τριστάνου. Και ο Τριστάνος το εκράτησε ως σημείο ότι εξ ονόματος του Βασιληά της Κορνουάλλης την έπαιρνε στην κατοχή του.

Τι θέλετε να πήτε, άρχοντα Τριστάνε; Όχι, ο Βασιληάς και κύριος μου, ποτέ δεν θα φανταζότανε μόνος του τέτοια ατιμία. Αλλά οι προδότες αυτού του τόπου τον έκαναν να πιστέψη το ψέμμα, γιατί είναι εύκολο να ξεγελιούνται η τίμιες καρδιές. Αγαπιούνται, του είπαν, και οι προδότες του το παράστησαν ως έγκλημα.

Αλλά μάθετε, άρχοντες, ότι όσοι τα λένε αυτά επλαστογράφησαν και ενόθεψαν την ιστορία. Αν επενόησαν αυτό το ψέμμα, τώκαναν γιατί δεν μπορούσαν να καταλάβουν τον υπερκόσμιο έρωτα που ο Μάρκος αισθάνθηκε πάντα για τη Βασίλισσα.

Μέχρι τούδε λοιπόν η ικανότης των περιωρίζετο εις αυτά μόνον που ανέφερα, τώρα όμως πλέον έφθασαν εις την άκραν τελειότητα της παγκρατιαστικής τέχνης· διότι το μόνον είδος της μάχης που είχαν αφήση ακόμη ακαλλιέργητον, τώρα το επεξεργάσθησαν και αυτό εις βαθμόν, που να μην ημπορή πλέον απολύτως κανείς ούτε χέρι να τους σηκώση· τόσο φοβεροί έχουν γίνη να πολεμούν με τα λόγια και να ανασκευάζουν κάθε τι που ήθελεν ειπή ένας άλλος, είτε ψέμμα είτε αλήθεια.

Έμεινε και θα μείνη στον τόπο η ψευτιά, η ραθυμία, η βαγαποντιά! Να ο δήμαρχος, ο δικηγόρος, ίσως κ' οι παπάδες που στηθοδέρνονται και σταυροκοπούνται μπροστά στο παλιοσάνιδο. Και γιατί; Γιατί δεν έχουν το θάρρος ν' αντικρύσουν το ψέμμα, ν' ανοίξουν τα μάτια των τυφλών ναχαλάσουν το κέφι μερικών πεισματάρηδων. Να η μεγάλη μας αρρώστεια, να τηνε.

Σαν του σύννεφου τη σκιά περνά η δόξα των δυνατών, σαν παραμύθι των αγρών η ιστορία! Στων ανθρώπινων θριάμβων τον πάταγο τα κυπαρίσσια κινούν την κεφαλή. Μονάχα ο πόνος που σε πλήγωσε, αυτός δεν είνε ψέμμα, Παναγία Παρθένε. Δόξα στον πόνο! Σ' αυτόν η αγάπη προσφέρει το ποτήρι του αίματός μας. Σ' αυτόν το πνεύμα σωριάζει τα άστρα που τρύγησεν απ' τους ουράνιους κήπους.

«Τι μπορώ να πω περισσότερο για σένα απ' ό,τι όλοι ξέρουν; Ότι δηλαδή έχεις την ευθυμία μικρού παιδιού με τη γνώση του ανδρός και τόσον ευγενική καρδιά, όσο καμμιά απ' όσες φέρνουν δάκρυα στα μάτια; Πόσον έξυπνα παρεξηγούσε ό,τι θα του έλεγες κ' έβαζε στη μέση επίκαιρα κανένα ψέμμα που ήταν παράκαιρο!

Και δεν εμπέρδευεν ο Ζώης ποτέ τον καφέ του, γιατ' είχε πάντατο νου ότι το μπέρδεμα φέρνει κακό και ζημιές πλειότερες παρά κέρδα, κι αυτός το ψωμί του, οπώβγαζε με τον καφενέ του, ήθελε να το βγάζη και να το τρώη με τον ίδρω του και με την τιμιότη, κι όχι με το ψέμμα και με την αδικιά, γιατ' ήξερε πως κ' οι μουστερίδες του τον παρά, που τους έπαιρνε, τον έβγαζαν με τον ίδρω και με την τιμιότη.

Δεν σε ξέρει κανένας. Αλλά συ να μη λησμονήσης ποτέ ότι είσαι παιδί μου. Μακρά από ψέμμα, κλεψιά, φονικό και ξένη γυναίκα! Και στο βάθος της θάλασσας κι' αν βρεθής να μη χάσης την ελπίδα σου από τον Θεό! Και βασιλειάς αν γένης να μη λησμονήσης την πατρίδα σου. Τάκουσες παιδί μου; — Τάκουσα, πατέρα μου! — Ώρα σου καλή τώρα! Ο Θεός κι' η ευχή μου μαζύ σου!