Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 1 Μαΐου 2025
Και αμέσως βγάζει το ψαλίδι της και κόπτει την ωραίαν της κορδέλλαν εις δύο. Έπειτα ανεβαίνει χαρούμενη επάνω εις το δένδρον και υψηλά, εις το πλέον στερεό κλαδί δένει το καλαθάκι της από το ένα χέρι του και από το άλλο με την κορδέλλαν, τόσο σφικτά, ώστε και ο πλέον δυνατός άνεμος δεν θα ημπορούσε να το ξεκολλήση.
— Μάκι καλλίτερά 'μαι, είπε η άρρωστη με φωνή άτονη και λίγο βραχνή. — Καλά μου τώπε τόνειρό μου! — Κείντα όνειρο 'δες, μα; — Προθές τη νύχτα σε 'δα στον ύπνο μου κιεφόριες κατακόκκινα. Ήσουνε πολλά ώμορφη, σαν τσοι καλλίτερους καιρούς, πούχες την υγειά σου. Σε θώρουνα σένα ψηλό χαράκι. Με ξάνοιγες και μούκανες νοήματα πως είσ' ευχαριστημένη. Φαινόσουνε πολλά χαρούμενη.
Τότε αφτά τα σήκωσε από χάμου, και στους οχτρούς γυρίζοντας φωνάζει με περφάνια 500 «Πέστε από μένα, Τρώιδες, στη μάννα και στον κύρη του Βιλιονιά ν' αρχίσουνε τα μοιρολόγια σπίτι· γιατί κι' εκείνη, η λυγερή γυναίκα του Προμάχου, δε θα δεχτεί τον άντρα της χαρούμενη όταν τέλος ξανά απ' την Τρία γυρίσουμε στην ποθητή πατρίδα.» 505
Έπειτα μου έδωσε το χέρι κ' είπε: — Είμαι τόσο χαρούμενη, που είμαι πάλι σπίτι. Δεν μπορούσα ναπαντήσω τίποτε. Κοίταξα μόνο τους μαζεμένους μπροστά μου κ' ήξερα πως είχα εδώ την ευτυχία, που λίγες βδομάδες προτήτερα μόλις τολμούσα να την ελπίζω. Την άνοιξη, που ήρθε τώρα, τη θυμούμαι σα μια θάλασσα από άνθη, που γέμισε κάθε άδειο μέρος του σπιτιού μας.
Ο αητός χαρούμενη κραυγή, κραυγή της νίκης χύνει, Κι' έρχεται με το ταίρι του και του γιδιού τα σπλάχνα, Τ' ανοίγουν με τα νύχια τους. Το ψυχομαχητό του Τους αγαλλιάζει, τους μεθάει, κι' από τ' αγάλλιασμά τους Κι' από το μέθυο ανάβεται, φλογίζεται η ματιά τους. Κι' όταν θερμό τελεύεται του κυνηγού το γαίμα Μπήγουν οι δυο τους το ραμφί και πίνουν και χορταίνουν.
Σαν είδα τις γαλανές πεδιάδες τουρανού μας, τη μαβειά θάλασσα που αφρίζει και μοιάζει κάμπος ασπρολούλουδα γεμάτος, σαν πάτησα τούτη την περίφηρη γις και βρέθηκα μέσα σε τέτοια φύση, κατάλαβα το παραμύθι, θαρρούσα τώρα και γω που φορούσα τον ουρανό με τάστρα, τη θάλασσα με τους αφρούς της, τη χαρούμενη γις με τα χορτάρια.
Έρχεσαι χαρούμενη σπίτι, χαμογελάς και δε μου λες· «Καρλή, καλέ μου Καρλή, μην πονής και πονώ σαν και σένα.» Δε νοιώθεις τι είναι αγάπη κ' ύστερα μου λες πως ίσως παίζω μαζί σου! Μην παίζουμε, παρακαλώ, με την κούκλα. Γιατί σπάνει. Να μη βιάζουμαι; Να μη θέλω να το μάθη ο κόσμος όλος πως είσαι δική μου; Σα γυναίκα μου δική μου!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν