Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 12 Μαΐου 2025
Πήρε στα χέρια του ένα τσικούρι κ' ένα κομμάτι σκοινί, στάθηκε μια στιγμή να δη τη Βασίλισσά του, την αγκάλιασε, και κείνη, με καρδιά που έτρεμε σαν το μισοζώντανο το ψάρι, σήκωσε το μαραμένο της χέρι, και του είπε να πάη στο καλό. Το είχαν απόφαση κ' οι δυο τους να κάμουν το θέλημα του Θεού.
Ο αγγειοπλάστης καθόταν στο καλύβι του και σαν λουλούδι από το σιωπηλό τροχό το αγγείο έβγαινε μέσα στα χέρια του. Στόλιζε τη βάση και τον κορμό και τις άκρες με ομοίωμα λεπτού φύλλου εληάς ή πολύκλωνον αγκαθιού ή καμπυλωτού κι αφροστεφανωμένου κύματος.
Οι λιγοστές γυναίκες, παίρνοντας τα παιδιά τους απ' τα χέρια, τρέχανε να σωθούνε μακρυά απ' το φονικό, τρέμοντας στη σάστισή τους περισσότερο τον χτυπημένο απ' το φονιά, που βρισκότανε μίλια μακρυά — ποιος ξέρει πού — αυτή τη στιγμή.
Ο γέρος έπαρχος ήρθε βιαστικά έφιππος μόλις άκουσε την είδηση· εφίλησε τον ετοιμοθάνατο με τα πιο θερμά δάκρυα. Οι μεγαλύτεροί του γυοί ήρθαν αμέσως πεζή, εγονάτισαν μπρος στο κρεββάτι για να εκφράσουν τη μεγάλη λύπη τους, του εφίλησαν τα χέρια και το στόμα, και ο πιο μεγάλος, που πάντα περισσότερο τον αγαπούσε, εκόλλησε τα χείλια του έως ότου κείνος ξεψύχησε και τον έβγαλαν με τη βία.
Εστάθη πολλά ολίγος ο ύπνος του, επειδή και έξαφνα εξύπνησαν από τον ήχον μιας αρμονίας που τους έκαμε να ακούσουν ολίγον ξέμακρα απ' αυτούς· και διά μεγαλύτερόν τους θαυμασμόν, βλέπουν ένα μεγαλοπρεπές παλάτι με πλουσίαν φωτοχυσίαν, το οποίον δεν ημπορούσε να ήτον καμωμένον από χέρια ανθρώπινα.
Σαν πλάκωσαν σε λίγο οι άλλοι από τον ανήφορο με τον αγωγιάτη, μου την άρπαξαν — έτσι θα το ειπώ, — από τα χέρια μου, με την παντοχή πως μ' απαλλάζουν από βάρος, που εγώ ήμουν τόσο ευχαριστημένος ενόσω μοναχός μου της πρόσφερνα τη βοήθεια μου. Είχα φοβηθή κ' εγώ πολύ.
Στην όχθη ενός μαύρου ποταμού, χιλιάδες παρθένες, χλωμές και θλιμένες, με λυμένα τα μαλλιά, γέρνοντας θλιβερά απάνω στα σκοτεινά νερά του ποταμού, άπλωναν με απελπισία τα χέρια σ' ένα μακρυνό περιγιάλι.
Και λοιπόν αν σπάση εις τα χέρια του η σαΐτα την ώρα που την κατασκευάζει, άρα γε όταν θα κάμη άλλην θα αποβλέπη προς την σπασμένην, ή προς εκείνην την μορφήν της σαΐτας σύμφωνα με την οποίαν κατεσκεύαζε και εκείνην που έσπασεν; Ερμογένης. Προς εκείνην την μορφήν, νομίζω εγώ. Σωκράτης. Τότε λοιπόν δεν είναι το δικαιότερον από όλα, εκείνην να ονομάσωμεν καθ' εαυτό σαΐταν; Ερμογένης.
Τι εκείνοι απ' τα καλόχτιστα πυργιά πετροβολούσαν κοτρώνες, διαφεντέβοντας το στόλο το πετσί τους 155 και τα καλύβια. Κι' έπεφταν οι πέτρες σαν τολούπες, π' ανεμοζάλη, σείνοντας ανταρωμένα γνέφια, χύνει πυκνές απάς στης γης κάθε βοσκή και κάμπο· έτσι έβρεχε απ' των Αχαιών τα χέρια και των Τρώων βαριές κοτρώνες, και μ' αχό ξερόνε απ' τα λιθάρια 160 τα κράνα γύρω βούηζαν κι' οι στρογγυλές ασπίδες.
Επάνω εις τον βωμόν Της αληθείας, τα σφάγια Τώρα εγώ ρίπτω· μ' άφθονα Τον λίβανον σωρεύω, Μ' άφθονα χέρια. Ως απ' ένα βουνόν Ο αετός εις άλλο Πετάει, καιγώ τα δύσκολα Κρημνά της αρετής Ούτω επιβαίνω. Στροφή Α Ας μη βρέξη ποτέ Το σύννεφον, και ο άνεμος· Σκληρός ας μη σκορπίση Το χώμα το μακάριον Που σας σκεπάζει.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν