United States or Réunion ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Αγαθούλης ζήτησε να ιδή το δικαστήριο, τη βουλή. Του είπανε πως δεν υπήρχανε και πως δεν κάνουνε δίκες. Ρώτησε, αν υπήρχανε φυλακές, και του είπαν όχι. Ό,τι τον ξάφνισε περισσότερο και τον ευχαρίστησε περισσότερο, ήτανε το Μέγαρο των Επιστημών, μέσα στο οποίο είδε μια γαλαρία δυο χιλιάδες βήματα μάκρος, όλο γεμάτην από όργανα μαθηματικής και φυσικής.

Κάθε μάτι γυρίζει κατά το θρόνο που στέκει καταμεσής, όλοι απαντέχουν τη Βασιλική συνοδία που ζύγωνε. Προβάλλουνε τέλος αξιωματικοί, προβάλλουνε φύλακες, αυλικοί. Όλοι στο πόδι να χαιρετήσουν το Βασιλέα, που πρόβαλε τέλος και κείνος. Ανάστημα·, πύργος· κορμί περίτρανο· ώμοι πλατιοί, πρόσωπο ηγεμονικό.

Η χωροφυλακή θα ανακατώνεται, μόνον όταν προσβάλλεται η υπόσταση του κράτους. Η χωροφυλακή θα βοηθεί και στη σύναξη των φόρων, όταν είναι ανάγκη, θα φυλάγει και τις δημόσιες φυλακές. Είδαμε πως η κατώτερη δικαιοσύνη μένει χρέος της κοινότητας. Αυτά θα τα αναλάβει το κράτος, όπου και όταν οι κοινότητες και οι εταιρίες δεν μπορούν να τα καταφέρουν μοναχές τους.

Το πραγματικόν άπειρον εδρεύει εις την καρδίαν μάλλον, παρά εις τον νουν· διότι υπάρχουν πράγματα, τα οποία αισθάνεσαι, χωρίς να εννοήσης· ουδέν όμως εννοείς, χωρίς προηγουμένως να το αισθανθής. Ο φόβος και η μοχθηρία είνε οι χειρότεροι φύλακες εαυτών.

Εις την θέαν του αφηνιάσαντος πλήθους οι μεν φύλακες έσπευσαν να οχυρωθώσιν όπισθεν των πυλώνων, οι δε αυλικοί να εναγκαλισθώσι τους σταυρούς και τα εικονοστάσια, ως αι Θηβαίαι παρθένοι τα είδωλα της ακροπόλεως, ότε έσειον προ των πυλών τας ασπίδας οι επτά λοχαγέται.

ΠΑΤΕΡ ΙΩΑΝΝΗΣ Του τάγματός μας μοναχόν επήγα να ζητήσω, νάχω ‘ς τον δρόμον σύντροφον · κ' εκεί όπου τον ηύρα να περιθάλπη ασθενείς, διά μιας πλακόνουν οι φύλακες της πόλεως· επήραν υποψίαν μη έπεσε θανατικόν, κ' εσφράγισαν τας θύρας, και μας εκλείδωσαν εκεί ‘ς το μολυσμένον σπίτι, κ' εμένα εις την Μάντουαν μ' εμπόδισαν να 'πάγω. ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ Με ποίον έστειλες λοιπόν το γράμμα ‘ς τον Ρωμαίον;

Την ακόλουθον ημέραν κατά πρώτον επήγα με την κασσέλαν μου εις ένα υψηλόν τόπον, και εθεώρησα καταλεπτώς την κατάστασιν του στρατεύματος του Κασέμ, ομοίως και την τένταν που αυτός ήτον οικονευμένος· και ωσάν είδα όλα αυτά καλώς, επήγα εις έναν τόπον πετρώδη, και έμασα πολλότατες πέτρες μικρές και μεγάλες, και εγέμισα όσον ημπόρεσα την κασσέλαν μου· έπειτα εφέρθηκα εκείνην την ίδια νύκτα εις την τένταν του βασιλέως, τον καιρόν πού οι φύλακες εκοιμώνταν, και κατεβαίνοντας εκεί εβγήκα κρυφίως από την κασσέλαν μου χωρίς να είμαι από κανένα θεωρημένος, και βλέποντας που ο Κασέμ εκοιμώνταν, τραβώ μιαν πέτραν και τον κτυπώ με μεγάλην δύναμιν εις το κεφάλι, και τον ελάβωσα μεγάλως.

Να, πανταχού σηκόνονται Ομού και των νικώντων, Και των νενικημένων Η φωναί, τρομερή Φρικτή αρμονία. Ω άγγελοι, οπού ετάχθητε Φύλακες των δικαίων, Της Σελλαιΐδος σώσατε Τα τέκνα και τον Μπότσαρην Διά την Ελλάδα. Έπαυσ' η μάχη ολότελα, Αναχωρεί και η νύκτα· Ιδού που τ' άστρα αχνίζουσι, Και οι καθαροί λευκαίνονται Αιθέριοι κάμποι.

Τι θέλετε με αυτό; Η κυρία αυτή, μία οικογενειακή φίλη, μία παλαιά φίλη, η κυρία Ζοαγέλ, είναι απολύτως υγιής, όπως και εγώ ο ίδιος. Έχει κάποιας εκκεντρικότητας αληθώς, αλλά, καθώς γνωρίζετε, όλαι αι γραίαι είναι κατά το μάλλον και ήττον εκκεντρικαί. — Σύμφωνος, είπα, σύμφωνος . . . Και οι κύριοι; Και αι κυρίαι; — Είναι φίλοι μου και φύλακες, διέκοψεν ο κ.

Αυτή βλέποντας που την εκύτταζα με επιμέλειαν, άρχισε να με ονειδίζη λέγοντας· δεν ηξεύρεις, τολμηρέ και αυθάδη, πόσον είνε εμποδισμένον εις τους άνδρας που ήθελαν τολμήσει να σταθούν υποκάτω εις το παραθύρι τούτου του παλατίου; αν οι φύλακες του βασιλέως θέλουν σε καταλάβει ευθύς θέλουν σε παιδεύσει σκληρώς.