Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 9 Ιουνίου 2025


ΓΟΝΖ. Εις την πολιτεία μου κατώρθωνα κάθε πράμμα με ασυνήθιστους τρόπους· γιατί δεν ήθελε υποφέρω καμμιάς λογής εμπόριο· αρχές, μήτε να μελετιώνται· τα γράμματα, αγνώριστα· δούλοι, τίποτε· πλούτη και φτώχια, όξω· συμφωνίες, διαδοχές, κάτω· τέρμονας εις την γη, κανένας· η γη, άσκαφτη, ξαμπέλωτη· μήτε μέταλλα, μήτε στάρι, μήτε κρασί, μήτε λάδι· καμμιά δουλειά· οι άνδρες άνεργοι όλοι, και η γυναίκες ακόμη, πλην άφθαρτες και καθαρές· βασιλεία, καμμία.

Μωρέ παιδί μου, απάνω ς' την εκλογή, μωρέ Γιωργή μου, μαθαίνεις τι ζητάει ο κόσμος. Απάνω στην εκλογή σ' ανοίγει ο άλλος την καρδιά του και σου ξομολογιέται. Σου γυρεύει πέντε δραχμές; θα πη πως πάσχει από φτώχια. Σου γυρεύει καμμιά θεσούλα; θα πη πως πάσχει από τεμπελιά! Λοιπόν, μωρέ παιδί μου, η χήρες φωνάζουν. Τες γδύνει, μωρέ Γιωργή μου, ο κυρ-Δμάκης τες κλέφτει, μωρέ παιδί μου!

Όλα μέλιγάλα τάβρισκε κ' οι χωριάτες ήταν ενθουσιασμένοι μαζί του. Τέλος πάντων! να που βρέθηκε κ' ένας άνθρωπος για τη φτώχια. Δεν έβλεπαν την ώρα πότε νάρθη σε ηλικία για να τον βγάλουνε βουλευτή. — Μωρ' τι νε τούτο! τον ρώτησε ο Τσαϊπάς μόλις τον είδε κοντά του. — Ξέρω κ' εγώ· έκαμε κείνος ανασηκώνοντας τους ώμους· ξέρω κ' εγώ; Μα κόνισμα βέβαια δεν είνε. — Και δεν το λες λοιπόν!

Μόν στην τόση του εισοδιά Βολετό και σαν παιδιά Να μην ευχαριστηθήτε, Και σε χρείαις να βρεθήτε· Να το ξέρετε λοιπόν, Πως εγώ με το σκοπόν, Μη καμμιά φορά ξεπέστε, Και σε φτώχια τυραγνιέστε, Όλα μου τα μετρητά, Σε δυο κλήματα κοντά, Μες τ' αμπέλι τα 'χω θάψει Προς τη φράχτη που είχα κάψει.. Θέλει ο Γέροντας να ειπή· Η φωνή του είχε κοπή, Δεν μπορεί ν' ακολουθήση, Μήτε λόγο να μιλήση.

Τη φτώχια, που πολεμούσε μαζί της αδιάκοπα, κατώρθωσε να την κρατή πάντα μακριά. Ένας εχτρός υπήρχε μόνο, που μαζί του δεν μπορούσε να μετρηθή, κι αυτός ο εχτρός είταν ο θάνατος. Κ' ίσως να μην είτανε η μικρότερη ευτυχία του ανθρώπου αυτού το πως δε φοβήθηκε ποτέ σοβαρά, πως ο θάνατος μπορούσε να βρη είτε αυτόν τον ίδιο είτε τους αγαπημένους του.

Προσπαθούσε να κρύψει την φτώχια τους, αλλά φαίνεται πως εκείνος γνώριζε και γι’ αυτήν, επειδή χωρίς να περιμένει να τον εξυπηρετήσουν, αφού κουβάλησε την βαλίτσα στο δωμάτιο που η θεία Έστερ είχε ήδη προετοιμάσει γι’ αυτόντο παλιό δωμάτιο των ξένων, στο βάθος του μπαλκονιούξανακατέβηκε άνετος και πήγε να πλυθεί στο πηγάδι σαν τον υπηρέτη.

Κ' εφώναζε και ο ίδιος με πατρικήν προστασίαν: — Να φάγη η φτώχια, παιδιά! Να σχωρνάνε τα πεθαμένα! Είχε κεφάλαια ο καπετάν-Κονόμος. Αλλ' ο Λαλεμήτρος έως πόσα δολλάρια να είχεν ελθών τα πρώτον εξ Αμερικής; Όσα και αν είχεν, έκαμεν ο άνθρωπος επίδειξιν, έκαμε γάμους, έκαμεν έξοδα.

Έχουμε κατάρα εμείς· έχουμε κατάρ' από το θεό! απαντούσαν εκείνοι χασκογελώντας πικρά. Μας διώχνει το χώμα μας σαν τους αφωρεσμένους. Μόνον ο Κουτρουμπής κι ο Μπαλαούρος δεν ξενιτεύτηκαν. Όχι δεν ξενιτεύτηκαν, μα ούτε το σκέφτηκαν τέτοιο πράμα. Πεινασμένοιχορτασμένοι αποφάσισαν να μην αρνηθούν τους προγονικούς αφεντάδες τους. Το είχαν γι' ατιμία να τους αφήσουν τώρα στη φτώχια τους.

Μον στην τόση του εισοδιά 595 Βολετό και σαν παιδιά Να μην ευχαριστηθήτε, Και σε χρείαις να βρεθήτε· Να το ξέρετε λοιπόν, Πως εγώ με το σκοπόν, 600 Μη καμμιά φορά ξεπέστε, Και σε φτώχια τυραγνιέστε, Όλα μου τα μετρητά, Σε διο κλήματα κοντά, Μες τ' αμπέλι τα 'χω θάψει 605 Προς τη φράχτη, που είχα κάψει....

«Τι δούλεψι να κάμη κανείς στη φτώχεια! . . . Η μεγαλείτερη καλωσύνη που μπορούσε να τους κάμη θα ήτον να είχε κανείς στερφοβότανο να τους δώση. Γιατί κάνει όλο κοριτσάκια, κι' αυτή η φτωχιά! . . . Θαρρώ πως έχει πέντ' έξη ως τώρα. Δεν ξέρω αν της έχη πεθάνει κανένα . . . απ' αυτά τα εφτάψυχα

Λέξη Της Ημέρας

στριφογυρισμένα

Άλλοι Ψάχνουν