United States or Maldives ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η Φραγκογιαννού δεν είχεν ενθυμηθή την στιγμήν εκείνην το όνειρον της Αμέρσας, το οποίον αύτη ελθούσα προ μιας ώρας, μεταξύ του δευτέρου και του τρίτου λαλήματος του πετεινού, είχε διηγηθή εις την μητέρα της! Είχε «ψηλώσει» ο νους της!

Η μάνα της της έδωκε να πίη το φάρμακον, το οποίον είχε παρασκευάση η Φραγκογιαννού. — Κουράγιο, κοπέλλα μ', είπεν αύτη με πραείαν φωνήν. — Πού βρέθηκες εδώ; είπεν η λεχώνα. Την εκύτταζε με απορίαν, κ' εδυσκολεύετο να την αναγνωρίση. — Ο Θεός μ' έστειλε, είπε μετά πεποιθήσεως η Γιαννού. — Καλά που ήρθες, εδήλωσε τότε και η γραία.

Αλλ' όταν είδε την πενθεράν του να φωνάζη και να χειρονομή τόσον μακράν, ώστε δεν ηδύνατο ν' ακούη τι αυτή έλεγεν, οδηγούμενος μόνον από την διεύθυνσιν των χειρονομιών της, είδε την Φραγκογιαννού να φεύγη προς το μέρος του δάσουςτότε, έτρεξε προς το μέρος εκείνο, κ' εφώναξε μεγάλη τη φωνή προς την Φραγκογιαννού·Τι είναι; . . . Τι τρέχει;

Ύστερον απ' ολίγων λεπτών της ώρας κυνηγητόν, η Φραγκογιαννού έφθασεν εις την τοποθεσίαν, την οποίαν ο Καμπαναχμάκης είχεν ονομάσει «το Μονοπάτι στο Κλήμα». Ήτον βράχος, εισέχων αποτόμως προς τα έσω, σχηματίζων μικρόν ζύγωμα, κάτωθεν του οποίου έχασκεν η άβυσσος, η θάλασσα. Άνω του ζυγώματος τούτου υπήρχε πάτημα ημισείας παλάμης το πλάτος, όλον δε το πέραμα ήτο τριών ή τεσσάρων βημάτων.

Πριν φθάση εις το μέρος, όπου ο δρόμος αποτόμως ανηφόριζε, καθώς διήρχετο έξω από ένα περιβόλι, φραγμένον με πυκνούς βάτους και θάμνους υψηλούς εν μέρει με τοιχογύρισμα, εντός του οποίου υπήρχον πολλών ειδών οπωροφόρα δένδρα, η Φραγκογιαννού κατά τύχην εσκόνταψεν εις τον δρόμον, έκαμε δε μικρόν θρουν, πεσούσα ελαφρώς επάνω εις ένα θάμνον. Αφήκε μικράν φωνήν ομοίαν με στεναγμόν.

Όπως το διέλθη τις, έπρεπε να πιασθή από τον άνω βράχον, βλέπων προς την θάλασαν, να πατή με την πτέρναν, και να βαδίζη εκ δεξιών προς τ' αριστερά. Η ζωή του εκρέματο εις μίαν τρίχα. Η Φραγκογιαννού έκαμε τον σταυρόν της και δεν εδίστασε. Ούτε υπήρχεν άλλη αίρεσις ή προσφυγή. Δρόμος άλλος δεν υπήρχεν επάνω του βράχου.

Το πυρ έφθινεν εις την εστίαν, ο λύχνος ετρεμόφεγγεν εις το μικρόν φάτνωμα, η λεχώνα ελαγοκοιμάτο επί της κλίνης· το βρέφος έβηχεν εις το λίκνον, και η γραία Φραγκογιαννού, όπως και τας προλαβούσας νύκτας, ηγρύπνει επί της στρωμνής της. Ήτον περί το πρώτον λάλημα του πετεινού, οπότε αι αναμνήσεις έρχονται εν είδει φαντασμάτων.

Αλλά σας ερωτώ, έπρεπε πράγματι να γεννώνται τόσα κοράσια; Και αν γεννώνται, αξίζει τον κόπον ν' ανατρέφονται; Δεν είναι, έλεγεν η Φραγκογιαννού, «Δεν είναι χάρος, δεν είναι βράχος»; Καλλίτερα «να μη σώνουν να πάνε παραπάνω». «Σα σ' ακούω, γειτόνισσα

Η Φραγκογιαννού διήλθεν έξωθεν, ποιούσα το σημείον του Σταυρού, κ' ενώ είχε σκοπόν να εισέλθη, την τελευταίαν στιγμήν εδίστασε, κ' εξηκολούθησε τον δρόμον της. «Δεν είμαι άξια, είπε μέσα της, να μπωένα ξωκλήσι που τόσο συχνά λειτουργιέται . . . Ας πάω καλλίτερα στον Άι-Γιάννη τον Κρυφό».

Είτα, όταν ήρχισαν να μεγαλώνουν τα δύο πρώτα παιδιά της νύμφης, είχον δε μεγαλώσει αρκετά και τα δύο τελευταία της ανδραδέλφης, ήρχισε πόλεμος εντός του οίκου. Τότε η Φραγκογιαννού, ήτις με την ηλικίαν και την πείραν του κόσμου εγένετο πολύ σοφωτέρα, είχεν αξιωθή, ως έλεγε μετριοφρόνως, ν' αποκτήση κι' αυτή ένα σπιτάκι δικό της, χάρις εις την επιδεξιότητα της και την οικονομίαν της.