Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 4 Ιουνίου 2025
Και η Φραγκογιαννού ήτο επιτηδειοτάτη μεταξύ όλων των γυναικών. Εδιδε βότανα, έκαμνε κηραλοιφάς, εξετέλει εντριβάς, εθεράπευε την βασκανίαν, παρεσκεύαζε φάρμακα διά τας πασχούσας, διά τας χλωρωτικάς και αναιμικάς κόρας, διά τας εγκύους και τας λεχούς, και τας εκ μητρικών αλγηδόνων πασχούσας.
Είτε διά προδοσίας, είτε δι' ιχνηλασίας, την είχαν ανακαλύψει . . . Κατόρθωσαν να κατέλθουν εις το Κακόρρεμμα, χωρίς να ενοχληθούν από τον κρημνόν, χωρίς οι λίθοι της σάρρας να σηκωθούν και να ριφθούν κατεπάνω τους, να τους κυνηγήσουν! Ήτο την αυγήν άμα έφεξεν, ενώ η Φραγκογιαννού ητοιμάζετο να διευθυνθή διά του συντομοτέρου δρόμου, εις τον Άι-Σώστην, εις το Ερημητήριον.
Η Φραγκογιαννού, ήτις είχε λησμονήσει όλας τας τύψεις, τας οποίας είχεν αισθανθή αλγεινώς υπό τας μέλανας πτέρυγας των ονείρων της, και εσπαράσσετο και πάλιν από τους όνυχας της πραγματικότητος, άρχισε να σκέπτεται μέσα της.
Άκρα σιγή και ησυχία επεκράτησεν εντός του σκοτεινού θαλάμου, μετά τον τελευταίον βήχα και τον κλαυθμηρισμόν του θυγατρίου, τα οποία τόσον αποτόμως διεκόπησαν. Η Φραγκογιαννού είχε κύψει το πρόσωπόν της, και είχε στηρίξει με τας δύο χείρας το μέτωπον, και είχε παύσει να σκέπτεται. Της εφαίνετο ότι δεν έζη πλέον. Ούτε η πνοή της ηκούετο. Πας θόρυβος είχε παύσει.
Ανθρώπινος πους σπανίως επάτει εκεί. Μόνον όταν απεπλανάτο ή «εβραχώνετο» καμμία γίδα, τότε κανείς βοσκός ερριψοκινδύνευε ν' ανέλθη προς την άβατον εκείνην σκοπιάν. Η Φραγκογιαννού ανεκάλυψε μικρόν σπήλαιον, όλον ανοικτόν εις την θέαν του πελάγους, το οποίον ήτο το κυρίως Κοχύλι, κ' εκάθησεν ανέτως εις την χιβάδα εκείνην. Ήτο σχεδόν βεβαία ότι οι διώκται της δεν θα την έφθανον εκεί.
Μετ' ολίγα δευτερόλεπτα, αφού ανήλθεν εις ύψος ολίγων οργυιών, εκρύπτετο όπισθεν του πρώτου προέχοντος βράχου, κ' εγίνετο άφαντη. Ευθύς κατόπιν οι δύο χωροφύλακες, οίτινες διά να φθάσουν έως το μέρος όπου ευρίσκετο ο βοσκός, ήτο ανάγκη να χαμηλώσουν και διέλθουν το ρεύμα, μεταξύ της πυκνής λόχμης — και την περίστασιν ταύτην είχεν επωφεληθή όπως φύγη η Φραγκογιαννού — έφθασαν πλησίον του Λυρίγκου.
Ο ειρηνοδίκης και ο «εκπληρών τ' αστυνομικά» πάρεδρος ήλθον επί τόπου. Η Φραγκογιαννού ανακρινομένη διηγήθη την χθεσινήν εκδρομήν της, και την τυχαίαν διέλευσίν της από τον λαχανόκηπον. Είτα επανέλαβε σχεδόν κατά λέξιν όσα είχεν ειπεί εις τον πατέρα των δύο κορασιών. «Η μικρότερη ήθελε ν' αρπάζη την καλαμιά απ' την μεγαλείτερη.
— Και πλαντασμός! . . . προσέθηκε μετ' ειρωνείας η Φραγκογιαννού. Η λεχώνα εξαφνίσθη μέσα στον ύπνο της, ακούσασα ίσως τον βήχα του μικρού, και άμα τον αλλόκοτον βραχύν διάλογον, όστις διημείφθη μέσω του ξυλοτοίχου, μεταξύ του κοιμωμένου και της αγρυπνούσης. — Τ' είναι, μάνα, είπεν ανασηκωθείσα η Δελχαρώ. Δεν είναι καλά το παιδί; Η γραία εμειδίασε στρυφνώς εις το τρομώδες φως του μικρού λύχνου.
Η Χαδούλα, η λεγομένη Φράγκισσα, ή άλλως Φραγκογιαννού, ήτο γυνή σχεδόν εξηκοντούτις, καλοκαμωμένη, με αδρούς χαρακτήρας, με ήθος ανδρικόν, και με δύο μικράς άκρας μύστακος άνω των χειλέων της. Εις τους λογισμούς της, συγκεφαλαιούσα όλην την ζωήν της, έβλεπεν ότι ποτέ δεν είχε κάμη άλλο τίποτε ειμή να υπηρετή τους άλλους. Όταν ήτο παιδίσκη υπηρέτει τους γονείς της.
— Ε Θεέ μου, και νάπεφτες μέσα, Ξενούλα! είπε με αλλόκοτον γέλωτα η Φραγκογιαννού. Τι λευθεριά θάκανες της μάνας σου! — Ε! Σε μου, τσαι νάμπεμπες μπέσα! εμιμήθη παρωδούσα την φωνήν η Ξενούλα! Τσι λελυγιά τσάκαλες τσης μπάμιας σου! Είχεν ανασηκωθή ολίγον, και πάλιν έκυψε βαθύτερον ή πριν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν