Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 24 Μαΐου 2025


Έχε ‘ς τον φούρνον Αγγελική, το 'μάτι σου· κι’ όλον τ’ αυγόν' ς την πήταν. ΠΑΡΑΜΑΝΑ Ν' αφήσης τα νοικοκυριά και πήγαινε ‘ς το στρώμα· φοβούμαι μήπως αύριον με το νυκτέρι τούτο θα ήσαι άρρωστος. ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ Εγώ; καθόλου. Να η ώρα! Πολλαίς φοραίς 'ξενύκτησα, και όχι διά τόσον, και δεν αρρώστησα ποτέ.

Και αν αυτή επάθαινε τίποτε, Θεός να φυλάη! ποία άλλη θα εκόλλα τον φούρνον, η 'μέραις που έρχονται, τώρα τον Αϊ-Βασίλη κτλ. εις όλην την γειτονιά; Όλον δε το άτομόν της ενεθύμιζε την μητέρα εκείνην των Σαράντα Δράκων του παραμυθιού, ήτις εφούρνιζε με τας παλάμας και &επάνιζε& με τους μαστούς.

Τι να σου κάμη και η Μιλάχρω; Τα χρήματα, καθώς έλεγε και ο Μπάρμπα- δήμαρχος, δεν κόπτονται από τον τοίχον. Και από τον τοίχον αν εκόπτοντο, της Μιλάχρως το σπίτι ούτε τοίχους σχεδόν είχε, το ερείπιον! Είχεν όμως φούρνον η Μιλάχρω, και από τον φούρνον εσύναζε φουρνιάτικα.

Είνε αληθές ότι η ανεψιά του που τον υπηρετούσε τώρα εις την χηρείαν του, τον γέροντα, μία έξυπνη γυναίκα άγαμος, κάτι ακούσασα εις τον φούρνον, οπού φωνάζονται όλα τα μυστικά των χωρίων, το εψιθύρισεν εις τον γέροντα, αλλ' εκείνος δεν έδωκε προσοχήν.

Εν τούτοις η φουρνάρισσα μη βλέπουσα να έλθη κανείς να παραλάβη το χοιρίδιον, το οποίον ψηθέν ευωδίαζεν όλον τον φούρνον διαχέον γλυκύ άρωμα, ξηροψημένον και ξηροσκασμένον εδώ κ' εκεί, ώστε να υπολευκάζη η τρυφερά του επιδερμίς, επιδεικνύουσα ορεκτικώς την γαλακτώδη σάρκα, το παρέλαβε και το έφερε μόνη της εις την οικίαν του Μπάρμπα-Σταύρου και διά να μη πάθη τι εις τον φούρνον, αλλά κυρίως διά να μάθη θετικόν τι περί της διαδόσεως, η περίεργος.

Τι με λέγεις! εφώναξεν ο γεωργός, και τρέχει εις τον φούρνον, τον ανοίγει, και βρίσκει όλα τα καλά φαγητά όσα είχε κρύψει η γυναίκα του. Αλλ' αυτός επίστευεν ότι ήσαν μάγια. Εκείνη δεν ετόλμησε να είπη λέξιν, αλλά έβαλεν εις την τράπεζαν επάνω τα φαγητά, οι δε δύο άνδρες έτρωγαν με όρεξιν. Αφού έφαγαν κάμποσον, ο μικρός Κλώσος επάτησε πάλιν τον σάκκον και το δέρμα έτριξε.

Η μανδήλα της, καινουργής της Πόλεως, εκάλυπτεν όλην την πλουσίαν μακράν κόμην της, και οι οφθαλμοί της οι μεγάλοι και μαύροι εμπρός εκεί εις τον πυρίκαυστον φούρνον υγροί εφαίνοντο, ως να παρεκάλουν τον θεόν να γείνη ίλεως πλέον και να παύσουν τα δεινά της και ν' ανοίξουν πάλιν τα μαρανθέντα της καρδίας της φύλλα, άτινα εψήθησαν ως εις τον φούρνον τόσον σκληρώς.

Τέτοιο κορίτσι η Μιλάχρω; Να μη βασκαθή! — Σαν το κρύο νερό! προσέθετον άλλαι. — Πού τώχες, θαπώ, Μιλάχρω, κρυμμένο; — Πού θενά τώχω! απήντα η Μιλάχρω με κρυφήν χαράν, Μες ς' τον φούρνο! Πλην δεν το είχε διόλου μέσα εις τον φούρνον. Μέσα εις τον φούρνον εψήνετο αύτη η πτωχή.

Διά τούτο λοιπόν ο Μπάρμπα-Σταύρος ιδών την χιόνα εχουχούλιζε τας χείρας του όχι τόσον ένεκα του ψύχους, όσον ένεκα της χαράς του, ότι η ανάγκη θα υπεχρέου την ευλογημένην Κρατήραν να κάμη οικονομίαν. Ποίος θα της φέρη τ' απαιτούμενα με τοιούτον χειμώνα, ποίος θα υπάγη εις τον φούρνον;

Αλλ' ο Σπύρος τα διέψευδεν. Έλεγεν ότι τα διαδίδει αυτά ένας φούρναρης εκεί δίπλα του, ο οποίος αφού είδεν ότι το μαγαζάκι του έκαμνε δουλειά, παρήγγειλε και αυτός και του έφκιασαν μέσα εις τον φούρνον μια μόστρα και έβαλε κάμποσα ψιλικά και αυτός και τα κατέβασεν ελεεινά, και η αλήθεια είνε ότι του έκοψε του Σπύρου τους μουστερήδες.

Λέξη Της Ημέρας

αργογλιστρά

Άλλοι Ψάχνουν