Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 10 Σεπτεμβρίου 2025
Η κοινωνία συχνά συγχωρεί τον εγκληματία, ποτέ όμως τον ονειροπόλο.
Ο άνθρωπος με την καλαισθησία εξήγησε πολύ καλά, πως ένα έργο μπορεί νάχη κάποιο ενδιαφέρο και καμιά αξία: Απόδειξε με λίγα λόγια, πως δεν αρκεί ν' αναπτύξη κανείς μιαν ή δύο από τις &θέσεις& εκείνες, που βρίσκονται σ' όλα τα μυθιστορήματα και που γοητεύουνε πάντα τους θεατές: Αλλά πρέπει νάναι κανείς καινούργιος, χωρίς νάναι παράδοξος, συχνά υψηλός και πάντοτε φυσικός, να γνωρίζη την ανθρώπινη καρδιά και να την κάμνη να μιλή· νάναι μεγάλος ποιητής, χωρίς τα πρόσωπα του έργου να φαίνονται ποιητές· να γνωρίζη τέλεια τη γλώσσα του, να τη μιλή καθαρά, με συνεχή αρμονία, χωρίς ποτέ η ρίμα να ζημιώνη το νόημα.
Ω! αγαπούσε πολύ να διαβάζη κ' έλεγε πως η καλή ανάγνωσι ανοίγει της ψυχής τα μάτια. Μάλιστα ένα γνωμικό του, μία μεγάλη αλήθεια την είχε γραμμένη σ' ένα χαρτί και κολλημένη στον τοίχο του κελλιού του και αυτήν ανάφερε συχνά στους χωρικούς, τους καλούς, τους πιο έξυπνους και που ήθελαν να τον ακούνε. Λέγει ο Μηνιάτης κάπου.
Εγνώριζε πως ο παππά Συνέσιος ωμιλούσε συχνά με τον παππά Κρητικό, έναν κατεργαρόπαππα της χώρας, που έχωνε τη μύτη του, σαν την όρνιθα, εις πολλώ λογιώνε σκύβαλα και που εδιάβαζε τη Σολωμονική στης ανόητες γυναίκες και ήταν πολύ ανήσυχος, τόσο περισσότερο, οπού ο γαμπρός ο ευκολολύγιστος, όλο ανάβαλλε την ημέρα του γάμου.
Ο νιος και δίχως του κόσμου πράξη, Στης όρεξαίς του δεν έχει τάξη Ορθά δεν ξέρει να συλλογιέται, Και στους σκοπούς του γι' αυτό γελιέται· Τυφλά κινιέται και κιντυνεύει, Και τη ζωή του συχνά ξοδεύει· Σ' εμένα ο Έρως είναι Το αίμα κι' η ψυχή, Γιατί 'ναι της καρδιάς μου Το τέλος κι' η αρχή. Ω τρυφερώτατ' Έρωτα, Γλυκύ ψυχής μου πάθος, Θνητός δεν έχει λάθος Εσέ να προσκυνάει.
Ο υπουργός με αγαπά προ πολλού και συχνά με παρεκίνησε να καταγίνω σε κάτι και τυχαίνει ώρα όπου έχω πράγματι μια τέτοια διάθεση. Έπειτα, όταν το ξανασυλλογίζωμαι και θυμούμαι τον μύθο του αλόγου που μην υποφέροντας την ελευθερία του άφησε να του βάλουν σέλλα και γκέμια και το ψόφησαν στην καβάλλα — δεν ξέρω τι να κάνω.
Αλλόκοτοι όμως άνθρωποι τον τριγυρίζουν, τους οποίους διόλου δεν εννοώ. Δεν φαίνονται πανούργοι, και όμως δεν έχουν και την όψη εντίμων ανθρώπων. Κάποτε μου φαίνονται τίμιοι, και όμως δεν δύναμαι να τους εμπιστευθώ. Ό,τι προσέτι με λυπεί, είνε πως ο ηγεμών ομιλεί συχνά περί πραγμάτων τα οποία μόνον ήκουσε και ανέγνωσε, και μάλιστα υπό την αυτήν όψιν με την οποίαν θα του τα παρέστησαν.
Όθεν ούτω, εάν, ως ο Πέτρος, προσηλώμεν τους οφθαλμούς μας επί του Ιησού, και ημείς δυνάμεθα να περιπατήσωμεν θριαμβεύοντες επί των ογκουμένων κυμάτων της απιστίας, και ατρόμητοι εν μέσω των εγειρομένων άνεμων της αμφιβολίας· αλλ' εάν αποσπάσωμεν τα όμματα μας απ' Αυτού, εάν, καθώς συχνά δελεαζόμεθα να πράττωμεν, αποβλέπωμεν μάλλον προς την ορμήν και την μανίαν των καταστρεπτικών εκείνων στοιχείων ή εις Αυτόν τον δυνάμενον να βοηθήση και να σώση, τότε και ημείς αφεύκτως θα βυθισθώμεν.
Αυτά 'πε, και όλαις έφθασαν ομάδι τότε η κόραις, μ' ελεεινό παράπονο, με δάκρυα πυρωμένα· των πεθαμένων τα κορμιά πρώτ' έφερναν και κάτω 'ς της καλοτείχιστης αυλής την αίθουσα τα βάζαν, Το’ να με τάλλο σύνεγγυς· ταις έβιαζ' ο Οδυσσέας, 450 και κείναις αναγκαστικά τους πεθαμένους φέρναν· κατόπι τα περίλαμπρα θρονιά και τα τραπέζια με νερό και μ' ολότρυπα σφογγάρια καθαρίσαν. οι τρεις τότε, Τηλέμαχος, Εύμαιος και βουκόλος, με ξύστραις όλον έτριβαν του τεχνικού μεγάρου 455 το πάτωμα· κ' έξ' έπαιρναν κ' ερρίχναν η γυναίκες. και άμ' όλο τακτοποίησαν το δώμα εις κάθε μέρος, ταις κόραις απ' το μέγαρον εσύραν εις την μέση, 'που τον λαμπρόν αυλόγυρον χωρίζει από τον θόλο· εκεί ταις στενοχώρησαν, όθε φυγή δεν είχαν. 460 και ο φρόνιμος Τηλέμαχος τότε 'ς τους άλλους είπε· «Δεν θέλω εγώ με θάνατον αγνόν να ξεψυχήσουν αυταίς, 'που καταράσθηκαν συχνά την κεφαλήν μου και της μητρός μου, κ' έσμιγαν κρυφά με τους μνηστήραις».
Η σοβαρότης αυτή εκπλήττει τον φίλον του όστις, αποδίδων αυτήν εις άλλας αφορμάς, συχνά τον πειράζει, δεν εκπλήττει όμως την Αρσινόην, αλλά την ανησυχεί, φοβουμένην μη η ασυνήθης αύτη μετατροπή κρύπτη καμμίαν παγίδα . . . Ο καιρός όμως παρέρχεται και η Αρσινόη δεν έχει λόγους να φοβήται· απ' εναντίας τώρα λυπείται . . . Ο Φωκίων είνε σκυθρωπός και η μελαγχολία του, ολίγον κατ' ολίγον, μετεδόθη και εις την Αρσινόην, ήτις μόνον ενώπιον του συζύγου προσποιείται την εύθυμον.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν